Άρθρο με θέμα τη νομοθετική ρύθμιση των επιτοκίων

Oct 6, 2013 | General, Regulation

Το άρθρο αυτό επιδιώκει να συμβάλει στη δημόσια συζήτηση για τη σχεδιαζόμενη νομοθετική ρύθμιση των δανειστικών επιτοκίων των τραπεζών, προβάλλοντας επιχειρήματα για την μη παρέμβαση του κράτους στα δανειστικά επιτόκια των τραπεζών, εκτός από αυτά που αφορούν τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια.

Καταρχάς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο δανεισμού αντικατοπτρίζει το κόστος του χρήματος για τις τράπεζες. Το κόστος χρήματος είναι συνάρτηση της ρευστότητας και των πιστωτικών και άλλων κινδύνων που αναλαμβάνουν οι τράπεζες όταν πρόκειται να χορηγήσουν δάνεια.

Με όρους ελεύθερης αγοράς, δεν θα ήταν παράλογη η αύξηση των επιτοκίων για τη χορήγηση νέων δανείων στην Κύπρο γιατί μετά τις αποφάσεις του Eurogroup τον περασμένο Μάρτιο, τα δεδομένα δείχνουν ότι η συνολική ρευστότητα στο τραπεζικό μας σύστημα περιορίζεται διαρκώς, ενώ η μακροοικονομική αστάθεια και η αβεβαιότητα έχουν ενταθεί.

Ας δεχθούμε όμως, εντελώς χάριν της συζήτησης, ότι όντως η Βουλή των Αντιπροσώπων παρεμβαίνει για να ρυθμίσει το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τα επιτόκια που αφορούν νέα δάνεια. Τι πρέπει να προσδοκούμε από μία τέτοια εξέλιξη; Η απάντηση είναι απλή, σχεδόν τίποτα! Διότι, χωρίς επαρκή ρευστότητα η χορήγηση νέων δανείων θα είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που υπήρχε ικανοποιητική ρευστότητα στο σύστημα, οι τράπεζες ενδεχομένως να αποφάσιζαν συνειδητά να μην χορηγήσουν νέα δάνεια με επιτόκια που το ύψος τους ρυθμίζεται από το νόμο γιατί δεν θα αντανακλούσαν τους πιστωτικούς και άλλους κινδύνους. Συνεπώς, η χορήγηση νέων δανείων από τις τράπεζες δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη όταν η ρύθμιση του ύψους του επιτοκίου δεν αντανακλά το πραγματικό κόστος του χρήματος, ακόμη και όταν είναι εφικτή λόγω της ύπαρξης ρευστότητας.

Στην βάση των πιο πάνω, έχω την άποψη ότι η αποκλιμάκωση των επιτοκίων για τα νέα δάνεια δεν αναμένεται να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα αν προέλθει μέσα από νομοθετικές παρεμβάσεις. Πιστεύω ότι οι πολιτικές παρεμβάσεις πρέπει να στοχεύσουν στη σταδιακή μείωση της αβεβαιότητας, στη βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών και στην ενίσχυση των παραγωγικών ικανοτήτων της οικονομίας, γιατί έτσι θα δημιουργηθούν συνθήκες για πραγματοποίηση επενδύσεων με λιγότερο ρίσκο και καλύτερο ποσοστό κέρδους, παράγοντες που θα επιτρέψουν στις τράπεζες να δανείσουν με χαμηλότερα επιτόκια.

Όσον αφορά τα υφιστάμενα δάνεια, και ειδικότερα τα στεγαστικά δάνεια, η επιχειρηματολογία είναι διαφορετική. Σε αυτή την περίπτωση έχω την πεποίθηση ότι η νομοθετική παρέμβαση εκτός από εφικτή είναι και θεμιτή, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τράπεζες πιθανό να μην λαμβάνουν υπόψη τις αρνητικές παρενέργειες που δημιουργούν οι αποφάσεις τους στο κοινωνικό σύνολο.

Από τη στιγμή που ένας πελάτης μίας τράπεζας συνάπτει μία σύμβαση για παραχώρηση μακροχρόνιου στεγαστικού δανείου ουσιαστικά «κλειδώνεται» (locked-in) στο τραπεζικό ίδρυμα το οποίο του χορηγεί το δάνειο. Ο δανειζόμενος πελάτης δεν μπορεί να επωφεληθεί του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, και να εξασφαλίσει στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκότερους όρους από μια άλλη τράπεζα, λόγω του υψηλού κόστους εναλλαγής τράπεζας (π.χ. ρήτρες ποινής σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου).

Από την άλλη, οι τράπεζες επωφελούνται από την χρήση διαφόρων ρητρών αναθεώρησης του ύψους του επιτοκίου, και αυξάνουν τα επιτόκια επικαλούμενες την επιδείνωση διαφόρων παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη, κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του ύψους του επιτοκίου. Οι εν λόγω ρήτρες αναθεώρησης όμως θα πρέπει να τύχουν νομοθετικής ρύθμισης καθότι είναι καταχρηστικές. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι τέτοιες εκμεταλλευτικές πρακτικές παραπέμπουν σε τοκογλυφία!

Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική των αυξημένων επιτοκίων για τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κατακόρυφης αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα οδηγήσει, έστω και οριακά, σε αύξηση των μη εξυπηρετουμένων δανείων. Συνακόλουθα, η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα οδηγήσει στα χέρια των τραπεζών μεγάλο αριθμό ακινήτων με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μετατραπούν σε κτηματικές εταιρείες με αβέβαιο μέλλον.

Συνεπώς, εάν οι τράπεζες επιθυμούν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στην παραδοσιακή τραπεζική, και εάν δεν θέλουν να μετεξελιχθούν σε κτηματικές εταιρείες, επιλογή που ενδεχομένως να μην είναι ορθολογική για τις ίδιες, οφείλουν να ενεργήσουν με τρόπο που τα επιτόκια για τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια να αποκλιμακωθούν. Μακροχρόνια, ενδεχομένως να είναι και η πιο συνετή και συμφέρουσα επιλογή για τις ίδιες τις τράπεζες αλλά και για την κοινωνία στο σύνολο της.

Αν οι τράπεζες δεν μειώσουν τα επιτόκια για τα υφιστάμενα δάνεια από μόνες τους, η δια νόμου ρύθμιση αποτελεί μια επιλογή.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “O Φιλελεύθερος” της Κυριακής στις 6-10-2013.

 

Δρ. Παναγιώτης Αγησιλάου

Subscribe to our Newsletter