Άρθρο με θέμα την αξία της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τους κανόνες του ανταγωνισμού

Mar 31, 2014 | Compliance

Ένα θεμελιώδες συστατικό για την επιτυχία του συστήματος της αγοράς είναι ο ανταγωνισμός. Ο ανταγωνισμός συνιστά, συνήθως, τον καλύτερο τρόπο κατανομής των περιορισμένων πλουτοπαραγωγικών πόρων μίας οικονομίας.

Συγκεκριμένα, μία ανταγωνιστική αγορά μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση χαμηλότερων τιμών, στη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών, στη διεύρυνση των επιλογών των καταναλωτών, στην ενίσχυση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, και στην αύξηση των καινοτομικών δραστηριοτήτων της οικονομίας προς όφελος των καταναλωτών, αλλά και των ίδιων των επιχειρήσεων. Ωστόσο, αναγκαία προϋπόθεση για την εξασφάλιση των ωφελειών αυτών είναι η αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς.

Οι αντι-ανταγωνιστικές συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχουν ορισμένες επιχειρήσεις στην αγορά οδηγούν νομοτελειακά σε αυξημένες τιμές και σε συρρίκνωση των καταναλωτικών επιλογών. Επιπρόσθετα, καθιστούν την αλυσίδα παραγωγής λιγότερο αποδοτική, κάτι που συνακόλουθα οδηγεί στην υποβάθμιση της ανταγωνιστικότητας ολόκληρης της οικονομίας.

Η αποτροπή ή καταστολή των προαναφερόμενων αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών και συμπεριφορών των επιχειρήσεων είναι ο πρωταρχικός στόχος του Δικαίου του Ανταγωνισμού.

 

Το Δίκαιο του Ανταγωνισμού

Το Δίκαιο Ανταγωνισμού είναι το σύνολο κανόνων, οι οποίοι στοχεύουν στην προστασία του ανταγωνισμού από στρεβλώσεις και περιορισμούς που δημιουργούν πρακτικές και συμπεριφορές των επιχειρήσεων.

Στην Κύπρο το δίκαιο του ανταγωνισμού ρυθμίζεται από δύο νόμους: τον Περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο 13(Ι)/2008 και τον Περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμο 22(Ι)/1999. Αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή των εν λόγω νόμων στην Κυπριακή έννομη τάξη είναι η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού. Η τελευταία έχει επίσης καθοριστεί, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ως η αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) στην περίπτωση που επηρεάζεται το ενωσιακό εμπόριο. Σημειώνεται ότι τον Περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο 13(Ι)/2008 μπορούν να εφαρμόσουν και τα αστικά δικαστήρια στην Κύπρο.

Λόγω του ότι στους αμέσως επόμενους μήνες αναμένεται ο ριζικός εκσυγχρονισμός του νόμου που αφορά τον έλεγχο των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε μόνο με τον περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο 13(Ι)/2008.

Ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος 13(Ι)/2008 περιλαμβάνει δύο βασικές απαγορεύσεις: την απαγόρευση των συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, καθώς και την απαγόρευση σχετικά με την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης (η οποία μπορεί να εφαρμόζεται τόσο σε μονομερή συμπεριφορά όσο και σε συντονισμένη συμπεριφορά επιχειρήσεων, οι οποίες από κοινού κατέχουν δεσπόζουσα θέση).

 

Συμπράξεις και Εναρμονισμένες Πρακτικές

Η σοβαρότερη αντι-ανταγωνιστική συμφωνία είναι αυτό που αποκαλούμε καρτέλ, όπου δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις συμφωνούν (γραπτώς ή προφορικώς) να καταστείλουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Το κλασσικότερο παράδειγμα καρτέλ συνιστά η συμφωνία για καθορισμό των τιμών σε μία αγορά.  

Ένα άλλο, πιο σύνθετο, παράδειγμα καρτέλ είναι η νόθευση διαγωνισμών (bidrigging). Αυτό συμβαίνει όταν οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε διαγωνισμούς για να κερδίσουν συμβόλαια δημοσίων έργων, συμφωνούν ποια επιχείρηση θα κερδίσει κάθε φορά το διαγωνισμό, χειραγωγώντας τις προσφορές που υποβάλλουν. Ως αποτέλεσμα, οι προσφορές που κερδίζουν το διαγωνισμό είναι κατά πολύ υψηλότερες από αυτές που θα επικρατούσαν εάν υπήρχε πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων που συμμετέχουν στον διαγωνισμό.  

Άλλα παραδείγματα καρτέλ αφορούν τον γεωγραφικό κατακερματισμό της αγοράς, ή και την κατανομή της αγοράς ή των πελατών. 

Πέραν από τα πιο πάνω παραδείγματα, υπάρχουν και άλλου τύπου συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν ανταγωνιστικές ανησυχίες. Για παράδειγμα, όταν ένας παραγωγός καθορίσει και επιβάλει την τιμή που θα πωλείται το προϊόν του στην λιανική αγορά (π.χ. ανώτατή τιμή ή κατώτατη τιμή). Αυτή η πρακτική είναι γνωστή ως καθορισμός τιμών μεταπώλησης (resalepricemaintenance) και μπορεί να αποδειχθεί ότι εμπίπτει στις απαγορευμένες συμφωνίες που ορίζει ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος. Άλλα παραδείγματα δυνητικά αντι-ανταγωνιστικών συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων περιλαμβάνουν τις κοινές αγορές ή πωλήσεις επιχειρήσεων ή και τη μακροχρόνια περίοδο αποκλειστικότητας στη διανομή ενός προϊόντος.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο σε σχέση με τα καρτέλ είναι ότι μπορούν να εκδηλωθούν σε διαφορετικά επίπεδα της ιεραρχίας μίας επιχείρησης (π.χ. μεταξύ στελεχών των Διοικητικών Συμβουλίων των επιχειρήσεων, μεταξύ των γενικών διευθυντών των επιχειρήσεων ή και μεταξύ στελεχών του τμήματος πωλήσεων των επιχειρήσεων). Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις, όπου η ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών δεν γίνεται άμεσα μεταξύ των ανταγωνιζομένων επιχειρήσεων αλλά από ένα τρίτο μέρος, π.χ. ένα εμπορικό σύλλογο.

Αυτό που είναι κρίσιμο να γίνει αντιληπτό είναι ότι το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν αφορά μόνο τις γραπτές ή τις δεσμευτικές συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων. Μια προφορική ανταλλαγή πληροφοριών ή άτυπη συμφωνία, στα πλαίσια μίας επίσημης συγκέντρωσης ή άτυπης συζήτησης, μπορεί επίσης να αποτελεί παράβαση, ακόμη και αν πρόκειται απλώς για μία «συμφωνία κυρίων». Για παράδειγμα, στελέχη επιχειρήσεων που συζητούν για τα μελλοντικά τους πλάνα ή εκφράζουν τις σκέψεις τους για αυξήσεις των τιμών, στο περιθώριο των κοινωνικών εκδηλώσεων που διοργανώνονται από ένα εμπορικό σύλλογο, μπορεί να κατηγορηθούν για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Ακόμη και η απλή παρουσία σε μία συνάντηση ή συνεδρίαση ενός εμπορικού συλλόγου, όπου συζητούνται ανταγωνιστικές πρακτικές, μπορεί να είναι αρκετή για να καταδικασθεί μία επιχείρηση για παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού, έστω και εάν οι πρακτικές που συζητούνται δεν υλοποιηθούν. Είναι επίσης δυνατό η κοινή πρόθεση για αύξηση των τιμών στο μέλλον να κριθεί ότι εμπίπτει στις απαγορευτικές διατάξεις του περί της προστασίας του ανταγωνισμού νόμου, λόγω του αντι-ανταγωνιστικού αντικειμένου της.

 

Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης

Οι επιχειρήσεις που κατέχουν μεγάλο μερίδιο στην αγορά συνήθως δεν υπόκεινται στην πίεση του ανταγωνισμού. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να συμπεριφέρονται σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές τους.

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ο Περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος δεν απαγορεύει σε μία επιχείρηση να αποκτήσει δεσπόζουσα θέση σε μία ή περισσότερες αγορές. Και αυτό διότι, συνήθως, η κατοχή δεσπόζουσας θέσης είναι ένδειξη ή ακόμη και απόδειξη της υπεροχής των προϊόντων μίας επιχείρησης, ή της καλύτερης τεχνολογίας που έχει υιοθετήσει στην παραγωγή ή και στην διανομή των προϊόντων της, ή ακόμη και της καλύτερης ανταπόκρισης της στις αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις των καταναλωτών.  

Ωστόσο, μία δεσπόζουσα επιχείρηση, λόγω της οικονομικής της δύναμης στην αγορά, μπορεί να καταχραστεί τη θέση της για να αποκλείσει τους ανταγωνιστές της (π.χ. επιθετική υποτιμολόγηση, συμφωνίες αποκλειστικότητας, συνδεδεμένες πωλήσεις). Η εξέλιξη αυτή θα είχε αρνητικές συνέπειες για την ευημερία των καταναλωτών. Μια δεσπόζουσα επιχείρηση μπορεί επίσης να εκμεταλλευτεί τους καταναλωτές με πιο άμεσο τρόπο (π.χ. μέσω καταχρηστικής υπερτιμολόγησης).

Είναι, επομένως, πιθανό πράξεις που επιτρέπονται σε άλλες επιχειρήσεις να απαγορεύονται σε επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση σε μία αγορά, λόγω του μεγέθους της επίδρασής τους στον ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, οι εκπτώσεις πίστης σε πελάτες μπορεί να είναι δείγμα υγιούς ανταγωνισμού, όταν προσφέρονται από μια επιχείρηση χωρίς σημαντική δύναμη στην αγορά. Ωστόσο, όταν παρέχονται από μία επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος οι πελάτες της να δεσμευτούν για μακρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να παγιωθεί η δεσπόζουσα θέση της εν λόγω επιχείρησης στην αγορά, στερώντας την επιβίωση άλλων, μικρότερης δύναμης, επιχειρήσεων.

Για να ανακεφαλαιώσουμε, μία επιχείρηση (ή ένωση επιχειρήσεων) μπορεί να παραβιάσει το δίκαιο του ανταγωνισμού εάν συμμετέχει σε ένα παράνομο καρτέλ, ή εάν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος μιας άλλης αντι-ανταγωνιστικής συμφωνίας, ή εάν καταχράται τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει στην αγορά. 

 

Ποιες οι συνέπειες από την παράβαση του Δικαίου του Ανταγωνισμού;

Οι επιχειρήσεις (ή ενώσεις επιχειρήσεων) που παραβιάζουν το δίκαιο του ανταγωνισμού υπόκεινται σε διοικητικά πρόστιμα, που ανέρχονται μέχρι και το 10% του κύκλου εργασιών τους – ή μέχρι το άθροισμα του 10% του κύκλου εργασιών κάθε επιχείρησης που είναι μέλος της παραβαίνουσας ένωσης επιχειρήσεων – κατά το τελευταίο έτος της παράβασης, ανάλογα με την σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης.

Επιπρόσθετα, μία επιχείρηση που παραβιάζει το δίκαιο του ανταγωνισμού μπορεί να εναχθεί από οποιοδήποτε θιγόμενο μέρος (ατομικά ή συλλογικά), και συνακόλουθα να υποχρεωθεί να καταβάλει αστικές αποζημιώσεις για τη βλάβη που προκάλεσε η παράνομη συμπεριφορά της.

Πέραν από τα διοικητικά πρόστιμα και τις αξιώσεις για αποζημιώσεις, οι επιχειρήσεις που καταστρατηγούν τους κανόνες του ανταγωνισμού υποβάλλονται σε σχοινοτενείς έρευνες από τις αρχές ανταγωνισμού και/ή τα δικαστήρια. Μία τέτοια εξέλιξη συνεπάγεται σημαντικό κόστος για τις επιχειρήσεις, π.χ. κόστος που σχετίζεται με τη νομική υποστήριξη και απώλεια διοικητικού χρόνου. Μια επιπρόσθετη δυσμενής επίδραση για τις επιχειρήσεις που παραβιάζουν το δίκαιο του ανταγωνισμού είναι η αρνητική δημόσια προβολή, και κατ’ επέκταση η βλάβη που προκαλείται στη φήμη τους. Το οικονομικό κόστος που σχετίζεται με την αρνητική δημόσια προβολή συχνά υπερβαίνει σε μέγεθος το χρηματικό πρόστιμο. Αυτό οφείλεται στο ότι η αρνητική εικόνα που εκπέμπεται από τον τύπο οδηγεί, μέσω ποικίλων παράπλευρων συνεπειών, σε μόνιμη απώλεια επιχειρηματικής δραστηριότητας, π.χ. δυσφήμιση της επιχείρησης, φθορά της καταναλωτικής πίστης και διάβρωση της επενδυτικής αξίας της επιχείρησης.

Θα πρέπει να τονισθεί ότι, ο Περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος 13(Ι)/2008 προβλέπει επίσης ποινικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ποινής φυλάκισης, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με αποφάσεις της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού ή σε περίπτωση μη συνεργασίας με την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού κατά τη διαδικασία διεξαγωγής της διοικητικής έρευνας.

 

Συμμόρφωση επιχειρήσεων με το δίκαιο του ανταγωνισμού

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να διασφαλιστεί ότι μία επιχείρηση συμμορφώνεται με τους κανόνες που διέπουν το δίκαιο του ανταγωνισμού. Κοινός παρονομαστής τους είναι η καλλιέργεια κουλτούρας συμμόρφωσης. Αυτό προϋποθέτει ότι όλα τα στελέχη και λειτουργοί μιας επιχείρησης, σε όλη την ιεραρχία και σε όλες τις βαθμίδες, θα πρέπει να εκδηλώσουν δημοσίως τη δέσμευση τους για συμμόρφωση με τις πολυσχιδείς απαιτήσεις του δικαίου του ανταγωνισμού. Το Διοικητικό Συμβούλιο και τα υψηλόβαθμα στελέχη της επιχείρησης θα πρέπει επίσης να αναλάβουν τη συνολική υποχρέωση για ανάπτυξη κουλτούρας συμμόρφωσης της επιχείρησης και των στελεχών της με τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Μία καλή στρατηγική για συμμόρφωση συνιστά η διαδικασία που θα περιγραφεί πιο κάτω, η οποία αποτελείτε ουσιαστικά από τέσσερα βήματα: 1) αναγνώριση περιοχών ρίσκου, 2) εκτίμηση ρίσκου, 3) άμβλυνση ρίσκου και 4) επανέλεγχος.

 

Βήμα 1: Αναγνώριση περιοχών ρίσκου

Αρχικά θα πρέπει να εντοπιστούν οι περιοχές αυξημένου ρίσκου παραβίασης των κανόνων του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, εάν οι υπάλληλοι της επιχείρησης έχουν επαφές με ανταγωνιστικές επιχειρήσεις μέσω εκδηλώσεων που διοργανώνονται από συνδέσμους επιχειρήσεων ή διαφορετικά. Τέτοιες επαφές συνιστούν περιοχές αυξημένου ρίσκου για εκδήλωση αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς (π.χ. συζήτηση αυξήσεων στις τιμές ή χειραγώγηση των προσφορών σε ένα δημόσιο διαγωνισμό). Επιπροσθέτως, θα πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσον οι υπάλληλοι της επιχείρησης κατέχουν στοιχεία σε σχέση με τις τιμές ή τα επιχειρηματικά πλάνα των λοιπών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Επίσης, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο οι συμφωνίες που συνομολογεί μία επιχείρηση περιλαμβάνουν πρόνοιες για κοινές πωλήσεις ή αγορές με ανταγωνιστικές επιχειρήσεις της αγοράς ή άλλες πρόνοιες που ενδεχομένως να εγείρουν ανταγωνιστικές ανησυχίες (π.χ. ρήτρες αποκλειστικότητας, ρήτρες μη ανταγωνισμού). Τέλος, θα πρέπει να εντοπιστούν οι τομείς στους οποίους η επιχείρηση κατέχει σημαντικό μερίδιο αγοράς. Σε αυτούς τους τομείς, η επιχείρηση έχει ιδιαίτερη ευθύνη όσον αφορά την ανάπτυξη αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς.

Στη συνέχεια, αφού εντοπιστούν οι κυριότερες περιοχές ρίσκου, θα πρέπει να ταξινομηθούν ανάλογα με τη σοβαρότητα εκδήλωσής τους.

 

Βήμα 2: Εκτίμηση ρίσκου

Όλες οι περιοχές ρίσκου θα πρέπει να ταξινομηθούν ανάλογα με τη σοβαρότητα και την πιθανότητα εκδήλωσης τους. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος κατηγοριοποίησής τους, αρκεί οι διάφορες περιοχές ρίσκου να αξιολογηθούν και να ταξινομηθούν με συστηματικό και συνεπή τρόπο. Μία απλή και καλή μέθοδος ταξινόμησης του ρίσκου είναι η κατηγοριοποίησή του σε τρείς κατηγορίες: υψηλού, μεσαίου και χαμηλού ρίσκου.

Πέραν από την ταξινόμηση των περιοχών ρίσκου, θα πρέπει να αξιολογηθεί και ο βαθμός επικινδυνότητας του κάθε υπαλλήλου χωριστά. Για παράδειγμα, οι υπάλληλοι της επιχείρησης που έρχονται σε επαφή με ανταγωνιστές ή οι υπάλληλοι του τμήματος πωλήσεων ή και του τμήματος εμπορικής προώθησης παρουσιάζουν αυξημένο ρίσκο να παραβιάσουν τους κανόνες του ανταγωνισμού. Από την άλλη, οι υπάλληλοι που απασχολούνται σε υποστηρικτικές υπηρεσίες (π.χ. IT), συνήθως ταξινομούνται ως χαμηλού ρίσκου.

Εφόσον οι διάφορες περιοχές ρίσκου ταξινομηθούν, ανάλογα με τη σοβαρότητα και την πιθανότητα εκδήλωσης τους, θα πρέπει να υπάρξει δομημένη και συνεπής διαχείριση της κατάστασης. Αυτό αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του συνολικού πλαισίου της εταιρικής διακυβέρνησης μίας σύγχρονης επιχείρησης.

 

Βήμα 3: Άμβλυνση ρίσκου

Μία επιχείρηση θα πρέπει να αναπτύξει πολιτικές, διαδικασίες και εκπαιδευτικά προγράμματα για να περιορίσει την πιθανότητα εκδήλωσης αντι-ανταγωνιστικών συμπεριφορών και/ή πρακτικών από στελέχη της, τουλάχιστον όσον αφορά τις περιοχές ρίσκου που έχουν εντοπισθεί και αξιολογηθεί.

Για παράδειγμα, εάν έχουν εντοπιστεί στελέχη της επιχείρησης που πραγματοποιούν συναντήσεις με στελέχη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων (π.χ. στα πλαίσια ενός εμπορικού συλλόγου), τότε αυτά τα στελέχη θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι έχουν εκπαιδευθεί κατάλληλα και ότι γνωρίζουν τι επιτρέπεται να συζητούν και τι όχι με τους ανταγωνιστές τους. Το πρόγραμμα εκπαίδευσης μπορεί επίσης να συμπληρωθεί από ένα κώδικα δεοντολογίας, ο οποίος θα διέπει τη συμπεριφορά των υπαλλήλων της επιχείρησης (γνωστός και ως κώδικας για υπεύθυνη επιχειρηματική πρακτική) ή και το διορισμό ενός λειτουργού συμμόρφωσης (compliance officer). Μια επιχείρηση μπορεί επίσης να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Συμμόρφωσης (compliance program) με το δίκαιο του ανταγωνισμού. Το πρόγραμμα συμμόρφωσης θα προδιαγράψει με ευκρίνεια τις υποχρεώσεις του προσωπικού και της διοίκησης της επιχείρησης, καθώς και τα μέτρα για αντιμετώπιση των κινδύνων εκδήλωσης αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς. Θα καθορίσει επίσης τις διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθηθούν σε περίπτωση που υπάρχει οποιαδήποτε ανησυχία σε σχέση με την πιστή εφαρμογή του Προγράμματος Συμμόρφωσης.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ένταση της εκπαίδευσης, αλλά και των συμπληρωματικών πολιτικών που θα αναλάβει μία επιχείρηση, εξαρτάται από μία σειρά παραγόντων, όπως το μέγεθος της επιχείρησης, τη φύση των δραστηριοτήτων της και την πιθανότητα εκδήλωσης αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς.

 

Βήμα 4: Επανέλεγχος των βημάτων 1-3

Σε τακτά χρονικά διαστήματα θα πρέπει να γίνεται επανέλεγχος των περιοχών ρίσκου και της συμμόρφωσης της επιχείρησης με τον κώδικα δεοντολογίας ή το πρόγραμμα συμμόρφωσης. Στην περίπτωση που η επιχείρηση εφαρμόζει πρόγραμμα συμμόρφωσης, ο επανέλεγχος μπορεί να γίνεται ετησίως ή ακόμη σε μικρότερα χρονικά διαστήματα, ανάλογα με το βαθμό ωρίμανσης της κουλτούρας συμμόρφωσης της επιχείρησης, ώστε να μετριαστεί το ρίσκο εκδήλωσης αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς. Στην περίπτωση που η επιχείρηση έχει υιοθετήσει και εφαρμόζει πρόγραμμα συμμόρφωσης, ο επανέλεγχος μπορεί να γίνεται και ακανόνιστα προκειμένου να διαπιστώνεται η πιστή τήρηση των εσωτερικών κανόνων και διαδικασιών που έχουν καθιερωθεί για την αναγνώριση, αναφορά και επίλυση φαινομένων μη συμμόρφωσης με τους κανόνες του ανταγωνισμού.

 

Καταληκτικά σχόλια

Τα τελευταία χρόνια έχουν εντατικοποιηθεί οι έλεγχοι της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για εντοπισμό πιθανών παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στη σημαντική αύξηση των διοικητικών προστίμων για συμμετοχή σε παράνομα καρτέλ αλλά και για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε χρηματικά πρόστιμα συνολικού ύψους 1,9 δις ευρώ το 2013, ενώ η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού 2,9 εκ. ευρώ για την ίδια χρονική περίοδο.

Ωστόσο τα οφέλη της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τις απαιτήσεις του δικαίου του ανταγωνισμού δεν περιορίζονται μόνο στην αποφυγή καταβολής χρηματικών προστίμων. Μία επιχείρηση που συμμορφώνεται με το δίκαιο του ανταγωνισμού, μπορεί επίσης να περιορίσει τον κίνδυνο πρόκλησης ζημιάς στη φήμη της. Επιπρόσθετα, μπορεί να ευεργετηθεί από τη διαδικασία διευθέτησης (settlement procedure) και/ή από την ένταξη της σε ένα Πρόγραμμα Επιείκειας, δεδομένου ότι η ίδια έχει εντοπίσει την παράβαση και συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους.

Το δίκαιο του ανταγωνισμού διαπερνά την καθημερινότητα της εμπορικής δραστηριότητας όλων των επιχειρήσεων. Για να περιοριστούν οι κίνδυνοι εκδήλωσης αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να λάβουν μια σειρά από μέτρα και να υιοθετήσουν πολιτικές και διαδικασίες για συμμόρφωση τους με τους πολυσχιδείς κανόνες του ανταγωνισμού.

 

Δρ. Παναγιώτης Αγησιλάου

 

Subscribe to our Newsletter