Πρόστιμα για παραβάσεις της νομοθεσίας ανταγωνισμού στην Ε.Ε.

Jun 26, 2014 | Competition policy, Compliance

Τα πρόστιμα που επιβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε περιπτώσεις παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας από επιχειρήσεις και/ή ενώσεις επιχειρήσεων έχουν προληπτικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η επιβολή προστίμων στοχεύει τόσο στην τιμωρία όσο και στην αποτροπή των παραβάσεων.

Η διάρκεια μίας παράβασης διαδραματίζει καίριο ρόλο για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, καθ’ ότι η παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού γίνεται περισσότερο προσοδοφόρα όταν διαρκεί επί σειρά ετών. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των συμπράξεων οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (ή ενώσεις επιχειρήσεων) αποκομίζουν υπερκανονικά κέρδη από τη χρέωση υψηλότερων τιμών. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις όπου η σύμπραξη συνεχίζεται επί σειρά ετών, επιβάλλεται υψηλότερο πρόστιμο ώστε οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (ή ενώσεις επιχειρήσεων) να «επιστρέψουν» τα κέρδη που συσσώρευσαν ως αποτέλεσμα της αντιανταγωνιστικής τους συμπεριφοράς.

Βασική αρχή της πολιτικής που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην επιβολή προστίμων είναι ότι οι παραβάσεις που επηρεάζουν πωλήσεις υψηλής αξίας και αυτές που έχουν μεγαλύτερη διάρκεια είναι περισσότερο βλαβερές για τους καταναλωτές και γενικότερα την οικονομία.

Στη βάση των πιο πάνω παρατηρήσεων, η φόρμουλα για τον υπολογισμό του βασικού προστίμου είναι η ακόλουθη:

Ύψος Βασικού Προστίμου = Ποσοστό της αξίας των πωλήσεων των υπό αναφορά σχετικών προϊόντων (0-30%) x διάρκεια παράβασης (έτη ή περίοδοι μικρότερες από ένα έτος) + 15-25% της αξίας των σχετικών πωλήσεων ως πρόσθετο αποτρεπτικό κίνητρο για συμπράξεις

 Οι σχετικές πωλήσεις είναι συνήθως οι πωλήσεις των προϊόντων που περιλαμβάνονται στην παράβαση κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους της παράβασης. Το ποσοστό της αξίας τους μπορεί να φτάσει μέχρι και το 30% ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης. Η τελευταία εξαρτάται από παράγοντες όπως: η φύση της παράβασης (πχ. η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, ο καθορισμός τιμών, ο καταμερισμός της αγοράς), η γεωγραφική εμβέλεια και η εφαρμογή ή όχι της παράβασης.

Το ύψος του προστίμου μπορεί να αυξηθεί αν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις για την παραβαίνουσα επιχείρηση και/ή ένωση επιχειρήσεων, όπως π.χ. οι περιπτώσεις υποτροπής (recidivism), δηλαδή επαναλαμβανόμενου παραβάτη, ηγετικού ρόλου της επιχείρησης στην παράβαση (ringleader), παρεμπόδισης της έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αντίθετα, το πρόστιμο μπορεί να μειωθεί αν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις για την παραβαίνουσα επιχείρηση και/ή ένωση επιχειρήσεων, όπως π.χ. ο περιορισμένος ρόλος της επιχείρησης στην παράβαση ή αν η νομοθεσία ή οι αρχές του κράτους ενθάρρυναν τη διάπραξη της παράβασης.

Σε περιπτώσεις συμπράξεων το πρόστιμο μπορεί να μειωθεί περαιτέρω λόγω επιεικούς μεταχείρισης (leniencyprogram)[1] ή μετά από διευθέτηση διαφορών (settlementprocedure)[2] ή λόγω αδυναμίας πληρωμής. Στην πρώτη περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαλλάσσει πλήρως την επιχείρηση η οποία πρώτη προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία που της επιτρέπουν της στοιχειοθέτηση της παράβασης, και δίνει μέχρι 50% έκπτωση για τη δεύτερη, 20-30% για την τρίτη και 20% για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Στη δεύτερη περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσφέρει 10% έκπτωση λόγω των εξοικονομήσεων διοικητικού κόστους από την ταχύτερη διεκπεραίωση της υπόθεσης. Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις στις οποίες μία επιχείρηση δηλώνει αδυναμία πληρωμής και προσκομίσει σαφή και αντικειμενικά στοιχεία ότι το πρόστιμο θα επηρεάσει την οικονομική της βιωσιμότητα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να μειώσει το ύψος του προστίμου.

Σε κάθε περίπτωση, το ύψος των προστίμων που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας δεν μπορεί να υπερβεί το 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών μίας επιχείρησης (ή ένωσης επιχειρήσεων). Επίσης, υπάρχει πενταετής προθεσμία παραγραφής (limitationperiod) από τη λήξη της παράβασης μέχρι την έναρξη της έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Στον πιο κάτω πίνακα παρουσιάζεται το ύψος των συνολικών προστίμων ανά έτος που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε καρτέλ (διορθωμένα ως προς τις αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων). 

 

Έτος Συνολικά πρόστιμα (σε ευρώ)
2010 2.638.125.579,00
2011 614.053.000,00
2012 1.875.694.000,00
2013 1.882.975.000,00

 

Για περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων βλέπετε τις Κατευθυντήριες γραµµές για τη µέθοδο υπολογισµού των προστίµων που επιβάλλονται κατ’ εφαρµογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σηµείο α) του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, 2006/C210/02. Διαθέσιμες στην ηλεκτρονική διεύθυνση: 

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:C:2006:210:0002:0005:El:PDF.

 

[1]Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά µε τη µη επιβολή και τη µείωση των προστίµων σε υποθέσεις συµπράξεων (καρτέλ), 2006/C 298/11. Διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:C:2006:298:0017:0022:El:PDF.

[2]Βλέπετε σχετικά τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 622/2008 της 30ής Ιουνίου 2008 για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων, ΕΕ L171. Διαθέσιμος στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2008:171:0003:0005:El:PDF.

Βλέπετε επίσης την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων, 2008/C167/01. Διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: 

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:C:2008:167:0001:0006:El:PDF.

Subscribe to our Newsletter