Νέο κριτήριο συμβατότητας συγκεντρώσεων με την ανταγωνιστική αγορά στην Κύπρο

Jul 23, 2014 | Mergers

 Εισαγωγή

Μια από τις βασικές αλλαγές που επέφερε ο νέος νόμος Περί ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων, Νόμος 83(Ι)/2014, (εφεξής «ο νέος Νόμος»), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή στις 20/6/2014, αφορά το κριτήριο της συμβατότητας μιας πράξης συγκέντρωσης με την ανταγωνιστική αγορά.

Ακολουθώντας τον ενωσιακό Κανονισμό Συγκεντρώσεων, Κανονισμός 139/2004[1], ο νέος Νόμος προβλέπει ότι μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά εφόσον δεν ενδέχεται να παρακωλύσει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στη Δημοκρατία ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης.

Το νέο κριτήριο ελέγχου της συμβατότητας μίας συγκέντρωσης με την ανταγωνιστική αγορά δίνει έμφαση στις επιπτώσεις που επιφέρει μια συγκέντρωση στην αγορά (effects based approach) και όχι αυστηρά στα δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς (structural approach). Συνεπώς, σε αντίθεση με το κριτήριο της δημιουργίας ή ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης, το νέο κριτήριο κρίνει ως ασυμβίβαστες με την ανταγωνιστική αγορά τις συγκεντρώσεις που αυξάνουν την ισχύ των επιχειρήσεων στην εξεταζόμενη αγορά κατά τρόπο που δύναται να έχει αρνητικές επιπτώσεις για τους καταναλωτές (υψηλότερες τιμές, χαμηλότερη ποιότητα των προϊόντων, περιορισμένες επιλογές). Ωστόσο, η έννοια της δεσπόζουσας θέσης εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική ένδειξη όσον αφορά το κριτήριο της βλάβης του ανταγωνισμού, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν μια συγκέντρωση ενδέχεται να παρακωλύσει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό.

Προκειμένου να αξιολογήσει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια συγκέντρωση στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Επιτροπή») εξετάζει τις πιθανές αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις της συγκέντρωσης και τους πιθανούς αντισταθμιστικούς παράγοντες βελτίωσης της αποτελεσματικότητας, ζητώντας τα σχετικά στοιχεία από τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙΙ του νέου Νόμου.

Αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις μιας συγκέντρωσης

Οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις μιας συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό διακρίνονται σε επιπτώσεις μη συντονισμένης συμπεριφοράς (unilateral effects) και επιπτώσεις συντονισμένης συμπεριφοράς (coordinated effects).

α) Επιπτώσεις μη συντονισμένης συμπεριφοράς

Αυτές προκύπτουν όταν με τη συγκέντρωση καταργούνται σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις που αντιμετωπίζει μία ή και περισσότερες επιχειρήσεις στην αγορά, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν αυξημένη δύναμη που θα τους επιτρέψει να περιορίσουν την παραγωγή τους και να αυξήσουν τις τιμές τους μονομερώς, χωρίς δηλαδή να υπάρχει συντονισμός της συμπεριφοράς τους. Αυτό μπορεί να συμβεί σε δύο περιπτώσεις: 1) Στην περίπτωση δημιουργίας ή ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσης των υπό συγκέντρωση επιχειρήσεων και 2) στην περίπτωση που η συγκέντρωση παρέχει τη δυνατότητα στην νέα οντότητα ή και σε τρίτες επιχειρήσεις να περιορίσουν την παραγωγή τους και να αυξήσουν τις τιμές τους χωρίς ωστόσο κάποια από αυτές να κατέχει δεσπόζουσα θέση.

Οι αρνητικές επιπτώσεις της συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό είναι πιο πιθανό να εμφανιστούν όταν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις κατέχουν μεγάλα μερίδια αγοράς. Επίσης,  όταν οι άμεσοι ανταγωνιστές ή και οι πελάτες της νέας οντότητας που θα προκύψει με την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης, έχουν περιορισμένες δυνατότητες να στραφούν σε έναν εναλλακτικό προμηθευτή. Σε αυτή την περίπτωση, οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις είναι απίθανο να αυξήσουν την παραγωγή τους αντιδρώντας  σε μια αύξηση των τιμών από τη νέα οντότητα.

β) Επιπτώσεις συντονισμένης συμπεριφοράς

Οι επιπτώσεις συντονισμένης συμπεριφοράς προκύπτουν όταν η συγκέντρωση αλλάζει τη φύση του ανταγωνισμού με τρόπο που να διευκολύνει ή και να επιτρέπει στις επιχειρήσεις να συντονίσουν τη συμπεριφορά τους προκειμένου καταπνίξουν τον ανταγωνισμό.

Ο συντονισμός της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων μετά τη συγκέντρωση μπορεί να επιτύχει όταν είναι απλός στην εφαρμογή του και βιώσιμος. Πιο συγκεκριμένα, ο συντονισμός της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων είναι ευκολότερος να επιτευχθεί όταν το οικονομικό περιβάλλον και οι όροι της προσφοράς και ζήτησης είναι σταθεροί, οι καινοτομίες δεν είναι σημαντικές, υπάρχει ομοιογένεια στα προϊόντα που προσφέρουν οι ανταγωνιστές,  υπάρχει συμμετρία στο κόστος, τα μερίδια αγοράς και τα επίπεδα της παραγωγικής δυναμικότητας και κάθετης ολοκλήρωσης των επιχειρήσεων, και όταν οι επιχειρήσεις έχουν διαρθρωτικούς δεσμούς (π.χ. συμμετοχές σε κοινές επιχειρήσεις) που ευθυγραμμίζουν τα κίνητρά τους.

Η βιωσιμότητα του συντονισμού εξαρτάται από τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να ελέγχουν κατά τρόπο αποτελεσματικό την τήρηση των όρων του συντονισμού και να εφαρμόζουν αντίποινα σε περιπτώσεις «αποστασίας» ή και σε πιθανές αντιδράσεις των τρίτων μερών, όπως υφισταµένων και µελλοντικών ανταγωνιστών που δεν συµµετέχουν στον συντονισµό, καθώς και των πελατών τους.

Καθοριστικοί παράγοντες για την αξιολόγηση μιας συγκέντρωσης

Μία πρώτη ένδειξη της διάρθρωσης της αγοράς και της σπουδαιότητας τόσο των συγχωνευόμενων μερών όσο και των ανταγωνιστών τους από πλευράς ανταγωνισμού, συνιστούν τα μερίδια αγοράς και τα επίπεδα συγκέντρωσης. Επισημαίνεται ότι, αυτές οι πληροφορίες θα πρέπει υποχρεωτικά να προσκομιστούν στην Επιτροπή από τις υπό συγκέντρωση επιχειρήσεις, με βάση το Παράρτημα ΙΙΙ του νόμου.

Για τη μέτρηση του βαθμού συγκέντρωσης, η Επιτροπή χρησιμοποιεί το δείκτη Herfindahl-Hirschman (HHI) προ και κατόπιν της συγκέντρωσης καθώς και τη διαφορά μεταξύ των δύο, γνωστό και ως «Δέλτα». Ο συντελεστής Δέλτα παρέχει μια ένδειξη της μεταβολής του επιπέδου συγκέντρωσης που προκύπτει απευθείας από τη συγκέντρωση.

Ένας εξίσου καθοριστικός παράγοντας που λαμβάνει υπόψη της η Επιτροπή για την αξιολόγηση μιας συγκέντρωσης, είναι η ύπαρξη αντισταθμιστικής ισχύος από τους αγοραστές (buyercountervailingpower). Η τελευταία αντανακλά τη διαπραγματευτική ισχύ που έχει ο αγοραστής έναντι του πωλητή στις εµπορικές διαπραγµατεύσεις λόγω του µεγέθους του, της εµπορικής του σηµασίας για τον πωλητή και της ικανότητάς του να στραφεί σε εναλλακτικούς προµηθευτές. Σχετικά, σημειώνεται ότι η Επιτροπή ζητά από τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη πληροφορίες που αφορούν τους 5 μεγαλύτερους πελάτες τους και των ατομικών τους μεριδίων όσον αφορά τις πωλήσεις των μερών της συγκέντρωσης προς τους πελάτες αυτούς και εξετάζει κατά περίπτωση κατά πόσον οι πελάτες θα είναι σε θέση να εξουδετερώσουν την ενδεχόμενη αύξηση της ισχύος στην αγορά ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης.

Συνήθως, η αντισταθμιστική αγοραστική ισχύς χαρακτηρίζει κλάδους με μεγάλους και πολυσύνθετους πελάτες. Μερικά παραδείγματα άσκησης αντισταθμιστικής αγοραστικής ισχύος περιλαμβάνουν την άμεση στροφή σε άλλους προμηθευτές, την κάθετη ολοκλήρωση στην αγορά προηγούμενου σταδίου ή την παροχή διευκόλυνσης εισόδου ενός νέου ανταγωνιστή στην αγορά.

Η είσοδος ενός νέου ανταγωνιστή στην αγορά μπορεί να ασκήσει αποτελεσματική πίεση στα συμμετέχοντα μέρη της συγκέντρωσης εφόσον αυτή είναι πιθανή, έγκαιρη και σε τέτοια κλίµακα ώστε να αποτρέψει ή και να ματαιώσει τις τυχόν αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις της συγκέντρωσης. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ζητά από τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη πληροφορίες για την ύπαρξη οποιασδήποτε σημαντικής εισόδου επιχείρησης στην αγορά τα τελευταία 5 χρόνια και αξιολόγηση της πιθανότητας εισόδου μίας νέας επιχείρησης στα επόμενα 5 χρόνια. Επιπλέον, ζητά περιγραφή των παραγόντων που επηρεάζουν την είσοδο μιας επιχείρησης στην αγορά, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος εισόδου πάνω σε βιώσιμη κλίμακα παραγωγής (minimum efficient scale), την ανάγκη κυβερνητικής εξουσιοδότησης ή συμμόρφωσης προς καθορισμένα νομικά ή θεσμικά πρότυπα ή ελέγχους, την πρόσβαση σε πρώτες ύλες και την ύπαρξη και σπουδαιότητα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή συμφωνιών τεχνογνωσίας στην αγορά. Όταν τα εμπόδια στην είσοδο ενός νέου ανταγωνιστή στην αγορά είναι χαμηλά, τότε τα συµµετέχοντα στη συγκέντρωση µέρη έχουν περισσότερες πιθανότητες να αντιµετωπίσουν ανταγωνιστική πίεση από την εν λόγω είσοδο.

Τέλος, κατά την αξιολόγηση μιας πράξης συγκέντρωσης από την Επιτροπή λαμβάνεται υπόψη και η συμβολή στην τεχνική και οικονομική πρόοδο, στο βαθμό που αυτή είναι προς το συμφέρον των καταναλωτών και δεν αποτελεί εμπόδιο για τον ανταγωνισμό. Τα συμμετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη παρέχουν στην Επιτροπή πληροφορίες αναφορικά με την έρευνα και ανάπτυξη, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το ύψος  των δαπανών ως ποσοστό του κύκλου εργασιών, των καινοτομιών των τελευταίων 5 ετών και των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή συμφωνιών τεχνογνωσίας που επηρεάζουν την αγορά.

Η Επιτροπή αξιολογεί τα στοιχεία που προσκομίζουν οι υπό συγκέντρωση επιχειρήσεις, καθώς και άλλες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, και εφόσον κρίνει ότι η εν λόγω βελτίωση είναι προς όφελος των καταναλωτών, προκύπτει από τη συγκεκριµένη συγκέντρωση και είναι επαληθεύσιμη, σταθμίζει τις αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις με τις βελτιώσεις αποτελεσματικότητας προκειμένου να αποφασίσει εάν θα κηρύξει τη συγκέντρωση ως συμβατή ή όχι με τη λειτουργία του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά.

 

Καταληκτικά σχόλια

 

Η αλλαγή του κριτηρίου εξέτασης της συμβατότητας μία συγκέντρωσης με την ανταγωνιστική αγορά συνιστά έμπρακτη απόδειξη του προσανατολισμού της Επιτροπής σε μια περισσότερο οικονομικοκεντρική προσέγγιση, η οποία δίνει έμφαση στην εκτίμηση των ανταγωνιστικών επιπτώσεων στην αγορά αντί στη δομή της αγοράς αυτή κάθ’ αυτή. 

 

[1]Βλέπετε άρθρο 2 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 της 20.1.2004

Subscribe to our Newsletter