Ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με τον περι της προστασίας του ανταγωνισμού νόμο του 2008 όπως ισχύει σήμερα

Aug 26, 2014 | Competition policy

Οι περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμοι του 2008 και 2014

Ερωτήσεις – Απαντήσεις

 

  1. Ποιες πρακτικές και/ή συμπεριφορές απαγορεύονται από τον Περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο του 2008 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα;

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 2008 όπως έχει τροποποιηθεί το 2014 και ισχύει σήμερα (εφεξής ο «Νόμος») απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Δημοκρατίας, ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται:

    • στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγήςˑ
    • στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεωνˑ
    • στη γεωγραφική ή άλλη κατανομή των αγορών ή των πηγών προμήθειαςˑ
    • στην εφαρμογή ανόμοιων όρων για ισοδύναμες συναλλαγές, με συνέπεια ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέσηˑ
    • στην εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή από μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, κατά τη φύση τους ή σύμφωνα με τις κρατούσες εμπορικές συνήθειες, δε συνδέονται με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών. 

Οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Δημοκρατίας καθίστανται άκυρες εξ’ υπαρχής, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Επιτροπή»).

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Νόμου απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει μία ή περισσότερες επιχειρήσεις από κοινού στο σύνολο ή μέρος της εγχώριας αγοράς ενός προϊόντος, ιδιαίτερα εάν η πράξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα:

    • τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών υπό τις περιστάσεις όρων συναλλαγήςˑ
    • τον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, προς ζημιά των καταναλωτώνˑ
    • την εφαρμογή ανόμοιων όρων για ισοδύναμες συναλλαγές, με συνέπεια ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέσηˑ
    • την εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, εκ της φύσεώς τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.

Επίσης, απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη, προμηθευτή, παραγωγού, αντιπροσώπου, διανομέα ή εμπορικού συνεργάτη, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών, και η οποία δε διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται ιδιαίτερα στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων. 

  1.   Ποια είναι η έννοια της επιχείρησης;

«Επιχείρηση» περιλαμβάνει, κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του. 

  1.   Πως ορίζεται η έννοια της σύμπραξης;

«Σύμπραξη» σημαίνει οποιαδήποτε τυπική ή άτυπη, γραπτή ή άγραφη, εκτελεστή κατά νόμο ή μη, συμφωνία δυο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων ή την εναρμονισμένη πρακτική δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων ή την απόφαση ένωσης επιχειρήσεων, αλλά δεν περιλαμβάνει συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική:

α) μητρικής και θυγατρικής εταιρείας, εάν:

    • αυτές αποτελούν μια ενιαία οικονομική ενότητα μέσα στην οποία η θυγατρική εταιρεία δεν έχει πραγματική ελευθερία καθορισμού του δικού της τρόπου ενέργειας, και
    • η συμφωνία ή η εναρμονισμένη πρακτική αφορά αποκλειστικά τον καταμερισμό δραστηριοτήτων μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρείαςˑ

β) δύο ή περισσότερων θυγατρικών εταιρειών, εφόσον αυτές αποτελούν μια ενιαία οικονομική οντότητα με τη μητρική εταιρεία.

«Συμφωνία» σημαίνει οποιαδήποτε διευθέτηση μεταξύ τουλάχιστον δύο επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, δυνάμει της οποίας το ένα από τα μέρη εκουσίως αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει την ελευθερία του προς ενέργεια αναφορικά με ένα άλλο από τα μέρη.

«Εναρμονισμένη πρακτική» σημαίνει το συντονισμό μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, χωρίς να έχουν φθάσει στο στάδιο σύναψης συμφωνίας, αντικατέστησαν συνειδητά τους κινδύνους ανταγωνισμού με μια πρακτική συνεργασίας μεταξύ τους. 

  1.   Πως ορίζεται η έννοια της δεσπόζουσας θέσης;

«Δεσπόζουσα θέση», αναφορικά με επιχείρηση, περιλαμβάνει τη θέση οικονομικής δύναμης που απολαμβάνει η επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και σε τελική ανάλυση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές. 

  1. Είναι δυνατόν να επιτραπεί μια σύμπραξη; Αν ναι, σε ποιες περιπτώσεις;

α) Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Νόμου, κάθε συμφωνία, απόφαση και εναρμονισμένη πρακτική, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, επιτρέπεται και είναι έγκυρη χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης της Επιτροπής, εάν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    • συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτειˑ
    • δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτώνˑ και
    • δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της σχετικής αγοράς του προϊόντος.

Ωστόσο, στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει ότι συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική δεν πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις, τότε η σχετική συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική υπόκειται στην απαγόρευση και ακυρότητα που απορρέει από το άρθρο 3 του Νόμου.

β) Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 5, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής, Διατάγματα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με τα οποία το άρθρο 3 κηρύσσεται ανεφάρμοστο σε συγκεκριμένες κατηγορίες συμπράξεων. Ωστόσο, στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει ότι σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Διατάγματος, δεν εμπίπτει σε κατηγορία συμπράξεων για την οποία το εν λόγω Διάταγμα κηρύσσει ανεφάρμοστο το άρθρο 3, τότε η σχετική σύμπραξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 και υπόκειται στην απαγόρευση και ακυρότητα που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο.

γ) Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 5, στις συμπράξεις για τις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Νόμου και όχι οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις των Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο βαθμό που δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη σε Διάταγμα. Σε τέτοια περίπτωση, οι συμπράξεις τεκμαίρονται επιτρεπτές και έγκυρες δυνάμει του Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος ρυθμίζει την ίδια κατηγορία συμπράξεων στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.

Στην περίπτωση που η σύμπραξη δεν εμπίπτει στην κατηγορία συμπράξεων την οποία ο Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίζει στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού, τότε η σχετική σύμπραξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 και υπόκειται στην απαγόρευση και ακυρότητα του Νόμου. Ωστόσο, στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει ότι σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα προαναφερόμενα, δεν εμπίπτει στην κατηγορία συμπράξεων την οποία ο Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίζει στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού, τότε η σχετική σύμπραξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 και υπόκειται στην απαγόρευση και ακυρότητα που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο.

Σημειώνεται ότι το βάρος της απόδειξης για τα προαναφερθέντα βαραίνει την εμπλεκόμενη επιχείρηση ή επιχειρήσεις που επικαλούνται τα άρθρα 4 και 5 του Νόμου. 

  1.   Ποιες περιπτώσεις εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Νόμου;

Οι διατάξεις του Νόμου δεν εφαρμόζονται:

    • σε συμφωνίες που αναφέρονται σε μισθούς και όρους απασχόλησης και εργασίας
    • σε επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των διατάξεων αυτών εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί από το Δημόσιο.

Ωστόσο, στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει ότι συμφωνία ή επιχείρηση δεν πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις, τότε η σχετική συμφωνία ή επιχείρηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου. 

  1.   Ποια Αρχή είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή του Νόμου;

Ο Νόμος, μεταξύ άλλων, καθορίζει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ως την αρμόδια Αρχή Ανταγωνισμού της Δημοκρατίας, στην οποία το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού και ιδιαίτερα ο Κανονισμός 1/2003, αναθέτει την αρμοδιότητα να εφαρμόζει τα Αρθρα 101 και 102 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής η «ΣΛΕΕ») σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Η Επιτροπή έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διατήρηση του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού σε όλους τους τομείς δράσης της οικονομίας, με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο, αλλά και την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών. 

  1.   Ποια είναι η δομή της Επιτροπής;

Η Επιτροπή είναι πενταμελής και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη, οι οποίοι διορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του Υπουργού Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (εφεξής ο «Υπουργός»). Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει και τέσσερα αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής. Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει ως Πρόεδρο της Επιτροπής, προτεινόμενο από τον Υπουργό, πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και ήθους το οποίο έχει ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά και είναι ικανό να συμβάλει στην πραγμάτωση των σκοπών του Νόμου.

Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει τέσσερα άλλα μέλη της Επιτροπής, προτεινόμενα από τον Υπουργό, πρόσωπα με ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά ή τα οικονομικά ή τον ανταγωνισμό ή τη λογιστική ή το εμπόριο ή τη βιομηχανία, ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του Νόμου.

Ο Πρόεδρος και τα τέσσερα άλλα μέλη της Επιτροπής υπηρετούν υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης για πενταετή θητεία που δύναται να ανανεωθεί μόνο μία φορά. Η Επιτροπή υποβοηθάτε στο έργο της από την Υπηρεσία της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, το προσωπικό της οποίας είναι μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας. 

  1.   Ποιες πρόσθετες εξουσίες έχει αποκτήσει η Επιτροπή με τον τροποποιητικό Νόμο του 2014;

Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού εξοπλίζεται με τις πιο κάτω πρόσθετες εξουσίες:

α) Να καθορίζει κριτήρια για την εξέταση καταγγελιών κατά προτεραιότητα. Τα κριτήρια αυτά θα λαμβάνουν υπόψη ιδίως το δημόσιο συμφέρον, τις πιθανές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και/ή στους καταναλωτές. Η απόφαση της Επιτροπής σε σχέση με τα εν λόγω κριτήρια θα εκδίδεται κατόπιν διεξαγωγής δημόσιας διαβούλευσης, και θα δύναται να τροποποιηθεί όποτε τούτο κριθεί αναγκαίο και σε κάθε περίπτωση εντός τριών ετών από την δημοσίευσή της στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

β) Να διεξάγει έρευνες σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας ή σε τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους της οικονομίας, όταν η πορεία των εμπορικών συναλλαγών, η δυσκαμψία των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού στη Δημοκρατία.

γ) Να λαμβάνει δηλώσεις μέσα από συνεντεύξεις με κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συναινεί προς αυτό, με σκοπό τη λήψη δηλώσεων αναφορικά με το αντικείμενο της διενεργούμενης έρευνας. Αυτή η εξουσία δίνει πρόσθετη δυνατότητα συλλογής πληροφοριών που σκοπό έχει την ταχύτερη διεκπεραίωση των ερευνών.

δ) Να συνεργάζεται με τις ρυθμιστικές ή άλλες αρχές που ασκούν έλεγχο σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας και να ζητά τη συνδρομή τους καθώς επίσης να συνάπτει Πρωτόκολλα συνεργασίας με άλλες Αρχές Ανταγωνισμού. 

  1.     Ποιες κυρώσεις προβλέπονται για παραβίαση του Νόμου;

Ο Νόμος προβλέπει ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.

Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει ποινικές κυρώσεις στις πιο κάτω περιπτώσεις:

α) Πρόσωπο το οποίο παραλείπει να συμμορφωθεί ή ενεργεί κατά παράβαση απόφασης της Επιτροπής, που αφορά παραβίαση του άρθρου 3 του Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες σαράντα χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.

β) Πρόσωπο που παραβαίνει την υποχρέωση προς εχεμύθεια διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες και πεντακόσια ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.

γ) Σε περίπτωση κατά την οποία διαπράττεται ποινικό αδίκημα από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα φέρουν, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο:

    • όλα τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του νομικού προσώπου, και
    • ο γενικός διευθυντής ή ο διευθυντής ή ο διευθύνων σύμβουλος του νομικού προσώπου,

και η ποινική δίωξη για το αδίκημα δύναται να στραφεί εναντίον του νομικού προσώπου και εναντίον όλων ή οποιωνδήποτε των πιο πάνω προσώπων.

Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ως εξής:

    • Ανερχόμενο μέχρι το 10% του κύκλου εργασιών της επιχείρησης ή μέχρι το άθροισμα του 10% του κύκλου εργασιών κάθε επιχείρησης που είναι μέλος της παραβαίνουσας ένωσης επιχειρήσεων, ο οποίος κύκλος εργασιών πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, για κάθε παράβαση των άρθρων 3 ή/και 6 του Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή/και 102 ΣΛΕΕ.
    • Ανερχόμενο μέχρι το πέντε τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, σε περίπτωση κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δεν συμμορφώνονται με την εκδοθείσα απόφαση της Επιτροπής για τερματισμό της διαπιστωθείσας παράβασης και αποφυγής επανάληψης στο μέλλον ή/και με την επιβολή όρων και μέτρων συμπεριφοράς και/ή διαρθρωτικού χαρακτήρα.
    • Ανερχόμενο μέχρι το δέκα τοις εκατόν (10%) του κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος σε περίπτωση κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δεν εκπληρώνουν αναληφθείσες από αυτές δεσμεύσεις, οι οποίες έχουν καταστεί υποχρεωτικές σύμφωνα με εκδοθείσα απόφαση της Επιτροπής.
    • Ανερχόμενο μέχρι το πέντε τοις εκατόν (5%) του κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος καθώς και διοικητικό πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι το πέντε τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα παράλειψης αυτής να συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση της Επιτροπής για λήψη προσωρινών μέτρων σε περίπτωση κατά την οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων ενεργούν κατά τρόπο που αντιβαίνει σε απόφαση της Επιτροπή για τη λήψη προσωρινών μέτρων.
    • Ανερχόμενο μέχρι και το ένα τοις εκατόν (1%) του κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος σε περίπτωση παράλειψης παροχής των αιτούμενων από την Επιτροπή πληροφοριών εντός ταχθείσας προθεσμίας, ή/και εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ψευδών, ελλειπών ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών. Στην περίπτωση της παράλειψης παροχής των αιτούμενων πληροφοριών εντός ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή δύναται πρόσθετα να επιβάλει πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι το πέντε τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης.
    • Ανερχόμενο μέχρι και το ένα τοις εκατόν (1%) του κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος σε περίπτωση που επιχείρηση στα πλαίσια διεξαγωγής αιφνίδιας έρευνας από την Επιτροπή, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας επιδεικνύει ελλειπή ή αλλοιωμένα τα αιτηθέντα από την Επιτροπή αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα επαγγελματικά έγγραφα.
    • Ανερχόμενο μέχρι το πέντε τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης σε περίπτωση που επιχείρηση παραλείπει να συμμορφωθεί με την εντολή της Επιτροπής για διενέργεια αιφνίδιας έρευνας.
  1.     Πως προστατεύεται ένας ιδιώτης από την παραβίαση του Νόμου;

Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να υποβάλλει γραπτή καταγγελία προς την Επιτροπή για παράβαση διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή/και 102 ΣΛΕΕ. Έννομο συμφέρον έχει αυτός που δύναται να αποδείξει ότι υπέστη ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή ότι τίθεται ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να τεθεί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, ως άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης. Μετά την καταγγελία, η Επιτροπή δίνει οδηγίες προς την Υπηρεσία για διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία, αποφασίζει τη διαδικασία εξέτασης της παράβασης με βάση τις διατάξεις του Νόμου. 

  1.     Υφίσταται σχέδιο επιείκειας; Αν ναι, τι προβλέπει;

Ναι, υφίσταται σχέδιο επιείκειας. Σύμφωνα με τους οι περί απαλλαγής και μείωσης του διοικητικού προστίμου σε περίπτωση συμπράξεων κατά παράβαση του άρθρου 3 του Νόμου ή/και του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (σχέδιο επιείκειας) κανονισμούς του 2011 που εξέδωσε το Υπουργικό Συμβούλιο, η Επιτροπή χορηγεί, υπό προϋποθέσεις, απαλλαγή από την επιβολή διοικητικού πρόστιμου, που σε άλλη περίπτωση θα επιβαλλόταν, σε μια επιχείρηση, η οποία αποκαλύπτει τη συμμετοχή της σε πιθανολογούμενη σύμπραξη.

Στην απόφαση της Επιτροπής για απαλλαγή ή μείωση του διοικητικού προστίμου μιας επιχείρησης λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος κατάθεσης της αίτησης για ένταξη της επιχείρησης στο σχέδιο επιείκειας, η προστιθέμενη αξία των αποδεικτικών στοιχείων που αυτή παρουσιάζει για την στοιχειοθέτηση της πιθανολογούμενης σύμπραξης και η πλήρης και ενεργή συνεργασία της καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσης.

Σημειώνεται ότι ανεξαρτήτως του αριθμού των επιχειρήσεων που υποβάλλουν αίτηση, η Επιτροπή δε δεσμεύεται να χορηγήσει απαλλαγή από το διοικητικό πρόστιμο ή μείωση από αυτό, παρά μόνο αν πληρούνται όλες οι προβλεπόμενες στους Κανονισμούς προϋποθέσεις.

Subscribe to our Newsletter