Αποτελέσματα έρευνας της CMA στον τομέα της ασφάλισης αυτοκινήτων

Sep 30, 2014 | Competition policy

Την περασμένη εβδομάδα, συγκεκριμένα στις 24 Σεπτεμβρίου 2014, δημοσιεύτηκε η τελική έκθεση της Αρχής Ανταγωνισμού και Αγορών (Competition and Market Authority), εφεξής η «CMA», του Ηνωμένου Βασιλείου, αναφορικά με τον τομέα της ασφάλισης αυτοκινήτων.[1] Ο πρωταρχικός στόχος της εν λόγω έρευνας ήταν να εντοπιστούν οι παράγοντες, ή ο συνδυασμός παραγόντων, που «εμποδίζουν, περιορίζουν ή/και διαστρεβλώνουν τον ανταγωνισμό» στον τομέα της ασφάλισης αυτοκινήτων και άλλων ασφαλιστικών προϊόντων σχετικών με τα αυτοκίνητα στο Ηνωμένο Βασίλειο ή μέρος αυτού.

Από την έρευνα διαπιστώθηκαν τρεις σημαντικοί παράγοντες που παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό στον εν λόγω ασφαλιστικό τομέα στο Ηνωμένο Βασίλειο:[2]

(α) η ελλιπής ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με το προσφερόμενο ασφαλιστικό προϊόν,

(β) ο διαχωρισμός που υπάρχει ανάμεσα στην εταιρεία που πληρώνει για την αποκτάσταση των ζημιών των αυτοκινήτων των οδηγών που δεν φέρουν ευθύνη για ένα ατύχημα και της εταιρείας που τελικά επιδιορθώνει το όχημα και

(γ) οι ρήτρες στα συμβόλαια μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των διαδικτυακών πλατφόρμων σύγκρισης τιμών (Price Comparison Websites), εφεξής τα «PCW», οι οποίες εμποδίζουν τις ασφαλιστικές εταιρείες να πωλούν προϊόντα ασφάλισης αυτοκινήτων σε καλύτερες τιμές σε ανταγωνιστικές πλατφόρμες.

Σε ότι αφορά την ενημέρωση που παρέχουν οι ασφαλιστικές εταιρείες σχετικά με τα προϊόντα που προσφέρουν, και εάν αυτή είναι επαρκής, η CMA εξέτασε κατά πόσο η περιγραφή των προϊόντων ασφάλισης που προσφέρεται μέσω της ιστοσελίδας των εν λόγω εταιρειών είναι (α) ποιοτική και κατανοητή προς το κοινό και (β) ολοκληρωμένη και επαρκής.

Η έρευνα εστίασε στα προϊόντα επιπρόσθετης συμπληρωματικής ασφάλισης (motor-insurance-related add-on products). Από την εξέταση διαπιστώθηκε ότι η παρεχόμενη ενημέρωση για τις ιδιότητες των εν λόγω ασφαλιστικών προϊόντων ήταν διατυπωμένη με απλό και κατανοητό τρόπο, ωστόσο, υπήρχε σημαντική διαφοροποίηση στην ποσότητα της πληροφόρησης που παρέχουν οι ασφαλιστικές εταιρείες. Σε αρκετές περιπτώσεις η ενημέρωση ήταν ελλιπής και ως εκ τούτου οι καταναλωτές δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσουν εάν το προσφερόμενο προϊόν ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους ούτε και να συγκρίνουν εύκολα μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας καταναλωτή που έγινε από την CMA φαίνεται ότι μόνο το 17% των ερωτηθέντων γνώριζαν ότι η αποζημίωση για τυχόν τραυματισμούς έπειτα από ένα ατύχημα (Personal Injury Cover) αφορούσε μόνο το ασφαλιζόμενο άτομο και τον/την σύζυγο του/της. Επιπρόσθετα, ένα σημαντικό ποσοστό από τους ερωτηθέντες δεν γνώριζε επακριβώς τι προνοεί το σχέδιο ασφάλισης «No Claims Bonus Protection», δηλαδή το bonus που δίνεται στον ασφαλιζόμενο όταν δεν υποβάλλει απαίτηση στην ασφαλιστική εταιρεία κατά τη διάρκεια ενός έτους ή για σειρά ετών. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι πολλοί καταναλωτές είχαν την εσφαλμένη αντίληψη ότι πληρώνοντας για να συμμετέχουν στο σχέδιο No Claims Bonus Protection διασφάλιζαν ότι δεν θα υπήρχε αύξηση στο βασικό ασφάλιστρο που πληρώνουν σε περίπτωση που απαιτήσουν κάλυψη λόγω ατυχήματος.

Ένας δεύτερος παράγοντας που λειτουργεί σε βάρος του υγιούς ανταγωνισμού, πηγάζει από το γεγονός ότι η ασφαλιστική εταιρεία η οποία είναι υπεύθυνη να πληρώσει το κόστος για την επιδιόρθωση του οχήματος του οδηγού που δεν φέρει την ευθύνη για ένα ατύχημα (non-fault claims), δεν ελέγχει άμεσα τη διαδικασία επιδιόρθωσης του οχήματος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εξακριβώσει το πραγματικό κόστος της επιδιόρθωσης. Ο διαχωρισμός αυτός, δημιουργεί κίνητρο στους εμπλεκόμενους που πρόκειται να επιδιορθώσουν το όχημα να αναζητούν περισσότερο όφελος και να απαιτούν περισσότερα χρήματα από ότι πραγματικά κοστίζει η επιδιόρθωση, τα οποία στο τέλος της ημέρας καλείται να πληρώσει η ασφαλιστική εταιρεία του πελάτη που φέρει την ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος (the insurer to the at-fault driver). Ο διαχωρισμός αυτός, σε συνδυασμό με τα διάφορα κόστη τριβής (frictional costs) και κόστη συναλλαγών (transaction costs) που παρατηρούνται, οδηγεί τις ασφαλιστικές εταιρείες να χρεώνουν υψηλότερα ασφάλιστρα, αφού μετακυλύουν το επιπλέον κόστος στα ασφάλιστρα που χρεώνουν, σε βάρος των καταναλωτών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που έγιναν, η καθαρή απώλεια στους καταναλωτές από τις υπερτιμήσεις που παρατηρούνται από τον εν λόγω διαχωρισμό υπερβαίνει τα 101 εκατομμύρια στερλίνες ετησίως.

Τέλος, σύμφωνα με την έκθεση της CMA, ο τρίτος παράγοντας που προκαλεί αρνητικές παρενέργειες στον ανταγωνισμό, με δυσμενείς επιπτώσεις στην ευημερία των καταναλωτών, σχετίζεται με ορισμένες ρήτρες που υπάρχουν στα συμβόλαια συνεργασίας που συνάπτουν οι εταιρείες ασφάλισης με τις διαδικτυακές πλατφόρμες σύγκρισης τιμών (PCWs). Συγκεκριμένα, η έρευνα της CMA κατέδειξε ότι υπάρχουν ρήτρες στα συμβόλαια που περιορίζουν τις ασφαλιστικές εταιρείες να διαθέσουν τα ασφαλιστικά προϊόντα σε πιο ευνοϊκές τιμές σε άλλες ανταγωνιστικές πλατφόρμες του κλάδου. Οι ρήτρες αυτές είναι επιζήμιες για τον ανταγωνισμό και τους καταναλωτές αφενός επειδή δημιουργούν εμπόδια εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά και αφετέρου επειδή προκαλούν αντικίνητρα για καινοτομίες.

 

Περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με τα αποτελέσματα της έρευνας της CMA μπορείτε να βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.gov.uk/government/news/cma-finalises-changes-for-car-insurance

 

[1] Συγκεκριμένα, η έρευνα που έγινε από την CMA αφορούσε περίπου 26 εκατομμύρια αυτοκίνητα, γεγονός που αντιστοιχεί στο 75% των οχημάτων που είναι εγγεγραμμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο (η έρευνα δεν περιέλαβε τα μοτοποδήλατα).

 [2] Τα πιο πάνω ευρήματα είναι συνεπή με αυτά μίας αντίστοιχης έρευνας που πραγματοποίησε η FCA (Financial Conduct Authority) τον Ιούλιο του 2013. Αντικείμενο της εν λόγω έρευνας της FCA ήταν να διαπιστώσει το βαθμό ανταγωνισμού στην αγορά ασφάλισης αυτοκινήτων και ιδιαίτερα στην αγορά που αφορά τα συμπληρωματικά προϊόντα επιπρόσθετης ασφάλισης αυτοκινήτων.

 

Subscribe to our Newsletter