Η συμβατότητα των ρητρών μη άσκησης ανταγωνισμού με το δίκαιο του ανταγωνισμού

Oct 6, 2014 | Competition policy, Mergers

1. Εισαγωγή

Σε συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ επιχειρήσεων περιλαμβάνονται πολλές φορές ρήτρες που στοχεύουν στην αποτροπή του ανταγωνισμού μεταξύ των μερών της συμφωνίας. Οι εν λόγω ρήτρες καλούνται «ρήτρες μη άσκησης ανταγωνισμού» και επειδή συνήθως δεν περιλαμβάνονται στον πυρήνα της συμφωνίας, θεωρούνται ως «δευτερεύοντες περιορισμοί».

Μία ρήτρα μη άσκησης ανταγωνισμού ουσιαστικά υποχρεώνει άμεσα ή έμμεσα τα μέρη μίας συμφωνίας, ή τουλάχιστον ένα από αυτά, να µην παράγει, αγοράζει, πωλεί ή μεταπωλεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο, προϊόντα ή υπηρεσίες που ανταγωνίζονται τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της συμφωνίας. Ανάλογη υποχρέωση που επιβάλλεται στον πωλητή διασφαλίζει ότι ο αγοραστής λαμβάνει την πλήρη αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων.

Η συμβατότητα των ρητρών μη άσκησης ανταγωνισμού με το δίκαιο του ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι η συμπερίληψη τους σε μία συμφωνία είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας, και ότι δεν επιβάλλουν δυσανάλογους περιορισμούς. Άλλοι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της συμβατότητας μίας ρήτρας μη άσκησης ανταγωνισμού με το δίκαιο του ανταγωνισμού είναι η χρονική διάρκεια και η γεωγραφική έκταση του περιορισμού και οι ευκαιρίες οικονομικής δράσης που απομένουν στην επιχείρηση που εκχωρεί το δικαίωμα μη άσκησης ανταγωνισμού.

Στο παρελθόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής η «Επιτροπή») επέβαλε χρηματικά πρόστιμα αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ σε επιχειρήσεις λόγω της συμπερίληψης στις μεταξύ τους συμφωνίες ρητρών μη άσκησης ανταγωνισμού, αφού έκρινε ότι οι εν λόγω ρήτρες δεν ήταν απολύτως αναγκαίες[1] για την υλοποίηση των μεταξύ τους συμφωνιών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόστιμο που επιβλήθηκε από την Επιτροπή το 2009 ύψους 553 εκατομμυρίων ευρώ σε καθεμία από τις εταιρείες E.ON και GAZDEFRANCE για υπογραφή ρήτρας μη άσκησης ανταγωνισμού στις αγορές της Γερμανίας και Γαλλίας στις οποίες δραστηριοποιούνταν, κατόπιν κοινής κατασκευής αγωγού μεταφοράς αερίου από τη Ρωσία στις εν λόγω αγορές.[2]

Επίσης, το 2010 η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα ύψους 66,9 και 12,3 εκατομμυρίων ευρώ, αντίστοιχα, στις εταιρείες Telefónica και Portugal Telecom για συμφωνία διαχωρισμού της γεωγραφικής αγοράς που δραστηριοποιούνταν (Ισπανία και Πορτογαλία) κατόπιν τερματισμού κοινής επιχείρησης στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας.[3]

2. Εξαιρέσεις: Παρεπόμενοι περιορισμοί σε περιπτώσεις εξαγορών και κοινών επιχειρήσεων

Σύμφωνα με τον Κανονισμό αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου[4] της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, η απόφαση που κηρύσσει µια συγκέντρωση συµβατή µε την κοινή αγορά θεωρείται ότι καλύπτει τους περιορισµούς που συνδέονται άµεσα και είναι απαραίτητοι για την πραγµατοποίηση της συγκέντρωσης (εφεξής «παρεπόμενοι περιορισμοί»). Σχετικά, η Επιτροπή έχει εκδώσει Οδηγία αναφορικά με την ερμηνεία της έννοιας των παρεπόμενων περιορισμών[5]. Σύμφωνα με την εν λόγω Οδηγία, οι επιχειρήσεις έχουν καθήκον να αξιολογούν µόνες τους κατά πόσον και σε ποιο βαθµό οι συµφωνίες τους µπορούν να θεωρηθούν ως παρεπόμενοι περιορισμοί και ως εκ τούτου είναι νόμιμες ενώ η Επιτροπή εξακολουθεί να έχει αρµοδιότητα όσον αφορά ορισµένα ειδικά καινοφανή ή ανεπίλυτα ζητήματα που δημιουργούν πραγματική νομική αβεβαιότητα ως προς την αντιμετώπισή τους.

Οι συµφωνίες που είναι απαραίτητες για την πραγµατοποίηση µιας συγκέντρωσης κατά κανόνα αποσκοπούν στην προστασία της αξίας των µεταβιβαζόµενων περιουσιακών στοιχείων, στη διατήρηση της συνέχειας του εφοδιασµού µετά τη διάσπαση της προηγούµενης οικονοµικής οντότητας ή στην εξασφάλιση της εκκίνησης µιας νέας οντότητας. Για να προσδιοριστεί αν ο περιορισµός είναι αναγκαίος, πρέπει να λαµβάνεται υπόψη όχι µόνο η φύση του, αλλά να διασφαλίζεται ότι η διάρκεια, το αντικείµενο και το γεωγραφικό πεδίο εφαρµογής του δεν υπερβαίνουν το εύλογα απαιτούµενο για την πραγµατοποίηση της συγκέντρωσης.

2.1 Παρεπόμενοι περιορισμοί σε περιπτώσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών

Κατά κανόνα, οι περιορισμοί που συμφωνούνται μεταξύ των μερών μιας συγχώνευσης και εξαγοράς είναι προς όφελος του αγοραστή προκειμένου αυτός να εκμεταλλευτεί τα άυλα στοιχεία του ενεργητικού που απέκτησε, όπως είναι η φήμη και πελατεία, και να αφομοιώσει την τεχνογνωσία της εξαγοραζόμενης επιχείρησης.

Σύμφωνα με την προαναφερόμενη Οδηγία της Επιτροπής, το χρονικό περιθώριο που δίνεται στον αγοραστή για την αξιοποίηση της εξαγοραζόμενης επιχείρησης δεν πρέπει να ξεπερνά τα τρία χρόνια σε περίπτωση που μεταβιβάζεται άυλο κεφάλαιο και τεχνογνωσία και τα δύο χρόνια σε περίπτωση που μεταβιβάζεται μόνο άυλο κεφάλαιο.

Η ισχύς των ρητρών μη άσκησης ανταγωνισμού περιορίζεται στα προϊόντα και υπηρεσίες και όταν στη γεωγραφική αγορά στην οποία ασκούσε τις δραστηριότητές της η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ή είχε σκοπό να εισέλθει.

Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις γίνονται αποδεκτές ρήτρες προς όφελος του πωλητή και η έκταση και διάρκειά τους είναι πιο περιορισμένη από ό,τι στις ρήτρες προς όφελος του αγοραστή. Τέτοιες περιπτώσεις είναι για παράδειγμα οι ρήτρες µη προσέλκυσης προσωπικού του άλλου µέρους και τήρησης της εµπιστευτικότητας.

2.2 Παρεπόμενοι περιορισμοί σε περιπτώσεις κοινών επιχειρήσεων

Σύμφωνα με την οδηγία της Επιτροπής, οι ρήτρες µη άσκησης ανταγωνισµού µεταξύ των µητρικών επιχειρήσεων και της κοινής επιχείρησης θεωρούνται απαραίτητες για την πραγµατοποίηση της συγκέντρωσης και άµεσα συνδεόμενες µε αυτήν, εφόσον αφορούν τα προϊόντα, τις υπηρεσίες και τις εδαφικές περιοχές που καλύπτει η ιδρυτική συµφωνία της κοινής επιχείρησης ή το καταστατικό της.

Οι ρήτρες μη άσκησης ανταγωνισμού στην περίπτωση των κοινών επιχειρήσεων δικαιολογούνται, μεταξύ άλλων, από την ανάγκη των μητρικών επιχειρήσεων να προστατεύσουν την επένδυσή τους στην κοινή επιχείρηση και να εμποδίσουν πιθανή άδικη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών και τεχνογνωσίας από συνεταίρους. Δικαιολογείται επίσης από την ανάγκη της κοινής επιχείρησης να αξιοποιήσει πλήρως τα στοιχεία του ενεργητικού ή να αφομοιώσει την τεχνογνωσία, τη φήµη και την πελατεία που εισέφεραν οι µητρικές επιχειρήσεις. Κατά κανόνα, αυτές οι υποχρεώσεις εφαρμόζονται καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής της κοινής επιχείρησης.

Παρ’ όλα αυτά, περιορισμοί στη δυνατότητα της μητρικής επιχείρησης να προμηθεύσει εισροές σε ανταγωνιστές της κοινής επιχείρησης θεωρούνται νόμιμοι μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως τρία χρόνια) προκειμένου να μην εμποδιστεί ο ανταγωνισμός στην αγορά που δραστηριοποιείται η κοινή επιχείρηση.

Σε μια πρόσφατη απόφασή της, που ακολούθησε τη διάλυση της κοινής επιχείρησης που είχαν συστήσει οι εταιρείες Areva και Siemens στον τομέα της πυρηνικής τεχνολογίας για αστικές χρήσεις, η Επιτροπή έκρινε ότι η ρήτρα που είχαν συμφωνήσει τα μέρη και περιόριζε τη δυνατότητα της Siemens να ανταγωνιστεί την κοινή επιχείρηση για 11 χρόνια δεν ήταν σύννομη. Σημειώνεται ότι, στην εν λόγω υπόθεση τα μέρη της κοινής επιχείρησης ανέλαβαν δεσμεύσεις προκειμένου να αποφύγουν την επιβολή προστίμων από την Επιτροπή. Τον Ιούνιο του 2012 η Επιτροπή έκανε δεκτούς τους παρακάτω παρεπόμενους περιορισμούς προς όφελος της Areva προκειμένου να προστατευθεί η επένδυσή της στην κοινή επιχείρηση και να μην παρακωλυθεί ο ανταγωνισμός στην αγορά:

α) ρήτρα μη άσκησης ανταγωνισμού από τη Siemens σε παγκόσμια κλίμακα για 3 χρόνια μόνο για τα βασικά προϊόντα που παρήγαγε και πωλούσε η κοινή επιχείρηση˙

β) απαγόρευση χρήσης από τη Siemens εμπιστευτικών πληροφοριών˙ και τεχνογνωσίας της κοινής επιχείρησης ή της Areva για απεριόριστο χρονικό διάστημα˙

γ) απαγόρευση αποκάλυψης από τη Siemens εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με την κοινή επιχείρηση ή την Areva.

3. Συμπεράσματα

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η αξιολόγηση της συμβατότητας των ρητρών μη άσκησης ανταγωνισμού με το δίκαιο του ανταγωνισμού είναι μία ιδιαίτερα απαιτητική άσκηση, η οποία απαιτεί προσεκτική ανάλυση από τα συμβαλλόμενα μέρη που περιλαμβάνουν στις συμφωνίες τους τέτοιου είδους ρήτρες, προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή και τις Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Η Trojan Economics, η οποία στελεχώνεται από εξειδικευμένο και έμπειρο προσωπικό, είναι σε θέση να παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε επιχειρήσεις που επιθυμούν να περιλάβουν στις συμφωνίες τους ρήτρες μη άσκησης ανταγωνισμού, όπως επίσης και επιχειρήσεις που δεσμεύονται από τέτοιες ρήτρες και επιθυμούν να απαλλαγούν από αυτές μετά τη διάλυση μιας κοινής επιχείρησης.  

 

[1] Αναγκαίοι είναι οι περιορισμοί, χωρίς τους οποίους η συμφωνία δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, ή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, πλην όμως υπό περισσότερο αβέβαιες συνθήκες, με σημαντικά υψηλότερο κόστος, σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και με σημαντικά μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας.

[2] Το πρόστιμο μειώθηκε στα 320 εκατομμύρια για κάθε επιχείρηση ύστερα από προσφυγή στο Γενικό Δικαστήριο.

[3] Σημειώνεται ότι η παράβαση είχε διάρκεια μόνο τέσσερις μήνες.

[4] Κανονισμός αριθ. 139/2004 Συμβουλίου 20/1/2004, άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β), δεύτερο εδάφιο και άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο και παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο

[5] Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά µε τους περιορισµούς που συνδέονται άµεσα µε τις συγκεντρώσεις και είναι απαραίτητοι για την πραγματοποίηση τους (2005/C 56/03). Διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

 http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:C:2005:056:0024:0031:El:PDF

Subscribe to our Newsletter