Άρθρο με θέμα την φόρμουλα υπολογισμού των τιμών των πετρελαιοειδών του Υπουργείου ΕΕΒ&Τ

Oct 30, 2014 | Competition policy, Regulation

Τις τελευταίες ημέρες κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση, για ακόμη μια φορά, το θέμα των τιμών των πετρελαιοειδών. Η κύρια κριτική που προβάλλεται συνοψίζεται στο ότι ενώ οι τιμές του αργού πετρελαίου έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό διεθνώς, οι τιμές των πετρελαιοειδών στην Κύπρο παρουσιάζουν μια σχετική ακαμψία. Για το λόγο αυτό, το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (ΕΕΒ&Τ) καλείται να μεσολαβήσει και να δώσει λύσεις.

Είναι γεγονός ότι το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ θα μπορούσε να παρέμβει, έστω και προσωρινά, και να καθορίσει τις τιμές που πωλούν οι εταιρείες πετρελαιοειδών (όχι τις τιμές αντλίας) με την έκδοση διατάγματος. Ας υποθέσουμε, για χάρη της συζήτησης, ότι αυτή είναι η μοναδική διαθέσιμη επιλογή για το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ, σε περίπτωση που όντως κρίνει ότι η παρέμβαση του είναι επιβεβλημένη. Προκειμένου να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα καθορισμού των τιμών των πετρελαιοειδών, το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ θα πρέπει να είναι σε θέση: (α) να αποδείξει ότι οι τιμές της αγοράς είναι αδικαιολόγητα υψηλές και (β) να καθορίσει το ύψος της «λογικής» τιμής. Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι με ποιο τρόπο θα αποδειχθεί ότι οι τρέχουσες τιμές είναι αδικαιολόγητα υψηλές. Και στη βάση ποιας μεθόδου θα υπολογιστεί η «λογική» τιμή που θα καθοριστεί μέσω του διατάγματος;

Η μεθοδολογία που χρησιμοποιεί το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ για να εκτιμήσει τις «λογικές» τιμές των πετρελαιοειδών ώστε να τις αντιπαραβάλει με τις τιμές που επικρατούν στην αγορά βασίζεται σε μία φόρμουλα, η οποία ουσιαστικά αποτελεί ένα κατάλοιπο της περιόδου όπου η αγορά των πετρελαιοειδών στην Κύπρο ήταν ρυθμισμένη. Η φόρμουλα αυτή είναι γνωστή και ως το «σύστημα PNBS» (Price Negotiations Balance Sheet). Εν συντομία, η εν λόγω φόρμουλα καταλήγει στις τιμές που θα εξασφαλίζουν στις εταιρείες πετρελαιοειδών μία απόδοση στο επενδυμένο τους κεφάλαιο (π.χ. ίση με 12%) σε μια ρυθμισμένη αγορά, βασιζόμενη σε στοιχεία του κόστους των εταιρειών πετρελαιοειδών.

Σε γενικές γραμμές, η εν λόγω φόρμουλα λειτουργούσε ικανοποιητικά ενόσω η αγορά ήταν κλειστή στον ανταγωνισμό και το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ καθόριζε, μέσω της έκδοσης διατάγματος, τις τιμές των πετρελαιοειδών στην Κύπρο. Εντούτοις, από τη στιγμή που η αγορά πετρελαιοειδών έχει ελευθεροποιηθεί, η χρήση της εν λόγω φόρμουλας, είτε για να δικαιολογηθεί το ύψος των τιμών των πετρελαιοειδών στην αγορά είτε για να διαταχθεί ο καθορισμός των τιμών σε συγκεκριμένο επίπεδο από τον Υπουργό ΕΕΒ&Τ, καθίσταται ιδιαίτερα προβληματική. Υπάρχουν διάφορα ζητήματα που εγείρονται, ορισμένα λιγότερο και άλλα περισσότερο σοβαρά, σε σχέση με την αξιοποίηση της εν λόγω φόρμουλας και την εξαγωγή συμπερασμάτων στη βάση των αποτελεσμάτων της.

Το πρώτο ζήτημα αφορά στην πηγή των δεδομένων που χρησιμοποιούνται προκειμένου η φόρμουλα να «τρέξει» και να δώσει τις τιμές των πετρελαιοειδών που θα διασφαλίζουν ένα εγγυημένο ποσοστό απόδοσης στο επενδυμένο κεφάλαιο των εταιρειών πετρελαιοειδών. Πιο συγκεκριμένα, με δεδομένη την απόδοση στο επενδυμένο τους κεφάλαιο, οι εταιρείες πετρελαιοειδών έχουν κίνητρο να «φουσκώσουν» τα κόστη τους, ώστε η φόρμουλα να καταλήγει σε υψηλότερες τιμές και να αποκομίζουν υψηλότερα κέρδη. Με άλλα λόγια, η εγγυημένη απόδοση χαλαρώνει τα κίνητρα των εταιρειών πετρελαιοειδών να περιορίσουν τα κόστη τους στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο, προκαλώντας διοικητική και παραγωγική αδράνεια.

Ένα επιπρόσθετο ζήτημα είναι ότι η φόρμουλα καταλήγει σε μια ενιαία τιμή για όλες τις εταιρείες πετρελαιοειδών, ανεξάρτητα από το πραγματικό κόστος της κάθε μίας. Ακόμη και εάν αποδειχθεί ότι οι εταιρείες πετρελαιοειδών έχουν συμμετρική δομή κόστους, αυτό δεν συνεπάγεται ότι έχουν κατ’ ανάγκην το ίδιο επίπεδο κόστους. Για παράδειγμα, το κόστος των εταιρειών πετρελαιοειδών μπορεί να διαφέρει λόγω αποκλίσεων στο μέγεθος τους ή και στην στρατηγική που ακολουθούν στην αγορά.

Το σημαντικότερο μειονέκτημα της εν λόγω φόρμουλας είναι ότι υποθέτει ένα μη ελευθεροποιημένο καθεστώς αγοράς στο οποίο δεν υπάρχει τιμολογιακός ανταγωνισμός. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι, η εν λόγω φόρμουλα εφαρμοζόταν μέχρι το Μάιο του 2004, όταν και ελευθεροποιήθηκε η αγορά των πετρελαιοειδών, ώστε να υπολογίζονται οι τιμές των πετρελαιοειδών με τρόπο που να εξασφαλίζεται απόδοση 12% στο επενδυμένο κεφάλαιο των εταιρειών πετρελαιοειδών. Συνεπώς, ακόμη και εάν οι εν λόγω εταιρείες πετρελαιοειδών λειτουργούν σήμερα με το ελάχιστο δυνατό κόστος, πράγμα απίθανο, η φόρμουλα του Υπουργείου ΕΕΒ&Τ υπολογίζει τις τιμές που θα δικαιολογούνταν σε ένα περιβάλλον χωρίς ανταγωνισμό ως προς τις τιμές. Αυτό καθίσταται ιδιαίτερα προβληματικό, καθώς η οποιαδήποτε σύγκριση των τιμών στις οποίες καταλήγει η φόρμουλα, η οποία αγνοεί να λάβει υπόψη την ένταση και τα οφέλη του ανταγωνισμού, με τις τιμές που επικρατούν στην αγορά είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει, και εκ των πραγμάτων οδηγεί, σε ανούσια και επισφαλή συμπεράσματα.

Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, η συγκεκριμένη φόρμουλα εξασφαλίζει μία εγγυημένη απόδοση στο επενδυμένο κεφάλαιο των εταιρειών πετρελαιοειδών, εξουδετερώνοντας μία σημαντική παράμετρο της ανταγωνιστικής διαδικασίας που είναι η ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου. Ως εκ τούτου, σε ένα ελευθεροποιημένο περιβάλλον, η εφαρμογή της υπό αναφοράς φόρμουλας ουσιαστικά μεταφέρει το κόστος της ανάληψης επιχειρηματικού κινδύνου στις τιμές των πετρελαιοειδών, διασφαλίζοντας συγχρόνως ένα βέβαιο ποσοστό κέρδους στο επενδυμένο κεφάλαιο των εταιρειών πετρελαιοειδών, όπως θα ίσχυε σε ένα μη ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Προκύπτει επομένως από τα πιο πάνω ότι, η εγγενής αδυναμία της φόρμουλας του Υπουργείο ΕΕΒ&Τ να λάβει υπόψη της την παράμετρο του ανταγωνισμού, καθιστά την εν λόγω φόρμουλα ακατάλληλη για να αιτιολογηθεί το ύψος των τιμών στην αγορά ή και για να εκτιμηθεί η «λογική» τιμών των πετρελαιοειδών. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω φόρμουλα μεταφέρει όλα τα οφέλη του ανταγωνισμού στις εταιρείες πετρελαιοειδών, αντί στους καταναλωτές, όπως άλλωστε ήταν ο στόχος της ελευθεροποίησης της αγοράς των πετρελαιοειδών. Εκτός και εάν η ελευθεροποίηση της εν λόγω αγοράς προχώρησε προς ικανοποίηση των ενταξιακών απαιτήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι διότι κρίθηκε ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα για τους καταναλωτές!.

Συνοψίζοντας, κατά την άποψή μου, η φόρμουλα που χρησιμοποιεί το Υπουργείο ΕΕΒ&Τ δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα σημείο αναφοράς προκειμένου να αξιολογηθεί το ύψος των τιμών της αγοράς. Συνακόλουθα, μία ενδεχόμενη παρέμβαση του κράτους στηριζόμενη σε αυτή τη φόρμουλα μετά βεβαιότητας θα στρεβλώσει περαιτέρω την κατάσταση αντί να τη διορθώσει. Αυτό που απαιτείται να γίνει άμεσα είναι αλλαγή κουλτούρας. Αν και η αγορά των πετρελαιοειδών έχει ελευθεροποιηθεί εδώ και μια δεκαετία, οι περισσότεροι εξακολουθούν να σκέφτονται με όρους και κανόνες ρύθμισης της αγοράς. Αυτό πρέπει να αλλάξει!

 

Δρ. Παναγιώτης Αγησιλάου

 

Subscribe to our Newsletter