Θεωρίες της ζημίας και η πρόσφατη Ευρωπαϊκή Οδηγία για τις αποζημιώσεις λόγω παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας

Dec 10, 2014 | Competition policy

Στην οικονομική θεωρία έχει καταγραφεί με σαφήνεια ότι ο ανταγωνισμός κατά κανόνα επενεργεί θετικά στην κοινωνική ευημερία, και συμβάλει στην αποτελεσματικότερη κατανομή των πεπερασμένων πόρων. Από την άλλη, η σκόπιμη στρέβλωση ή και νόθευση της ανταγωνιστικής διαδικασίας περιορίζει την ένταση του ανταγωνισμού, προκαλώντας αρνητικές παρενέργειες που συνεπάγονται σημαντικό κόστος για τους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία ευρύτερα. Μάλιστα, αυτό το κοινωνικό κόστος τυπικά υπερβαίνει το όφελος που αποκομίζουν οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές. Για το λόγο αυτό, η λειτουργία της αγοράς δεν θα πρέπει να αφήνεται ανεξέλεγκτη αλλά να υπόκειται σε κανόνες και ρυθμίσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της ανταγωνιστικής διαδικασίας. Επιπρόσθετα, όσες επιχειρήσεις παραβαίνουν τους εν λόγω κανόνες θα πρέπει να τιμωρούνται από τις Αρχές Ανταγωνισμού ή άλλες αρμόδιες αρχές.

Ένα ιδιαίτερα σημαντικό και σχετικό θέμα, το οποίο έχει απασχολήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο τα τελευταία χρόνια, αφορά τις διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθηθούν για την αποκατάσταση των ζημιών των καταναλωτών (ενδιάμεσων και τελικών) που έχουν υποστεί βλάβη από αντι-ανταγωνιστικές συμπεριφορές επιχειρήσεων (π.χ. καρτέλ, καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης).

Σύμφωνα με την (πρόσφατη) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά µε ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών µελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης[1]:

«Τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ [Συνθήκη για τη Λετουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης] παράγουν άµεσα αποτελέσµατα στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών και δηµιουργούν, για τους συγκεκριµένους ιδιώτες, δικαιώµατα και υποχρεώσεις τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να θέτουν σε εφαρµογή. Τα εθνικά δικαστήρια διαδραµατίζουν ως εκ τούτου εξίσου ουσιαστικό ρόλο στην εφαρµογή των κανόνων ανταγωνισµού (ιδιωτική επιβολή). Κατά την εκδίκαση διαφορών µεταξύ ιδιωτών προστατεύουν τα υποκειµενικά δικαιώµατα δυνάµει του δικαίου της Ένωσης, π.χ. επιδικάζοντας αποζηµίωση υπέρ εκείνων που έχουν θιγεί από παραβάσεις. Η πλήρης αποτελεσµατικότητα των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, ιδίως δε το πρακτικό αποτέλεσµα των απαγορεύσεων που προβλέπονται σε αυτά, προϋποθέτει ότι οιοσδήποτε – είτε πρόσωπο, περιλαµβανοµένων καταναλωτών και επιχειρήσεων, είτε δηµόσια αρχή – µπορεί να αξιώσει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αποζηµίωση για ζηµία την οποία υπέστη λόγω παράβασης των εν λόγω διατάξεων. Το ενωσιακό δικαίωµα αποζηµίωσης ισχύει επίσης για τις παραβάσεις των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ από δηµόσιες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις στις οποίες τα κράτη µέλη χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώµατα κατά την έννοια του άρθρου 106 ΣΛΕΕ.».

Η αναγνώριση και η διασφάλιση του δικαιώματος στους πολίτες και τις επιχειρήσεις για αποζημίωση όταν έχουν υποστεί οικονομική βλάβη αποτελεί την αφετηρία μιας δύσκολης και επίπονης διαδικασίας, λόγω κυρίως των αντικειμενικών δυσκολιών που σχετίζονται με την ποσοτικοποίηση των ζημιών.

Καταρχάς, η δυνατότητα αποζημίωσης για τους πληγέντες προϋποθέτει την ύπαρξη παράβασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Στη συνέχεια, θα πρέπει να εξεταστεί ο τύπος και η φύση της παράβασης (π.χ. καρτέλ, καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης) και να γίνει ποσοτικοποίηση της ζημιάς που έχει προκληθεί. Για να καταμετρηθεί η ζημιά, χρειάζεται η επιλογή του «εναλλακτικού σεναρίου» (counterfactual scenario), δηλαδή της κατάστασης που θα επικρατούσε στην αγορά εάν δεν υπήρχε η παράβαση. Από τη σύγκριση μεταξύ του εναλλακτικού σεναρίου και της πραγματικής κατάστασης, όταν δηλαδή υπάρχει παράβαση (factual), μπορεί να προκύψει η ζημιά που έχει προκληθεί.

Η κατάλληλη μέθοδος μέτρησης της ζημιάς δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων αφού είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων όπως το είδος της παράβασης, το εναλλακτικό σενάριο που επιλέγεται και τη διαθεσιμότητα στοιχείων και πληροφόρησης. Σε γενικές γραμμές, οι τρόποι μέτρησης της ζημιάς διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες[2]:

  1. Συγκριτική μέθοδος (comparator-based)
  2. Μέθοδος χρηματοοικονομικής ανάλυσης (financial-analysis-based)
  3. Μέθοδος δομής αγοράς (market-structure-based) 

Η συγκριτική μέθοδος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη σύγκριση α) των τιμών που επικρατούν στην αγορά εντός της οποία λαμβάνει χώρα η παράβαση με τις τιμές σε μία παρόμοια αγορά σε διαφορετική γεωγραφική περιοχή, β) των τιμών μεταξύ παρόμοιων προϊόντων εντός της ίδιας αγοράς, και γ) των δεδομένων που αφορούν διαφορετικά χρονικά σημεία στην αγορά στην οποία λαμβάνει χώρα η παράβαση. Η μέθοδος χρηματοοικονομικής ανάλυσης, η οποία βρίσκει εφαρμογή κυρίως σε περιπτώσεις καταχρηστικού αποκλεισμού, περιλαμβάνει την εκτίμηση των οικονομικών αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων, όπως είναι οι τιμές των μετοχών, η αξία της επιχείρησης, τα έσοδα και τα κέρδη. Όταν υπάρχει παράβαση στην αγορά, η απώλεια κερδών αποτελεί ένα κριτήριο μέτρησης των ζημιών. Για παράδειγμα, όταν μια επιχείρηση είναι θύμα καταχρηστικού αποκλεισμού από προμηθευτές ή ανταγωνιστές της, υπάρχει αρνητικός αντίκτυπος στα κέρδη της και το γεγονός αυτό μπορεί να αποδειχθεί. Στη μέθοδο δομής αγοράς χρησιμοποιούνται διάφορα υποδείγματα που έχουν αναπτυχθεί στην οικονομική θεωρία και ειδικότερα στον τομέα της βιομηχανικής οργάνωσης. Στα υποδείγματα αυτά ενσωματώνονται εμπειρικά στοιχεία προκειμένου να γίνει εκτίμηση των παραμέτρων της αγοράς, προβλέψεις και συγκρίσεις.

Στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι διαδικασίες που ακολουθούνται στο συγκεκριμένο θέμα δεν είναι ομοιογενείς. Επίσης, το επίπεδο αποτελεσματικότητας των διαδικασιών διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών. Στην πράξη η αποζημίωση όσων έχουν υποστεί ζημιές λόγω παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας δεν αποτελεί συχνό φαινόμενο. Τα ποσά που αποστερούνται κάθε χρόνο όσοι έχουν πληγεί από τις παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας λόγω του ότι δεν αποζημιώνονται ανέρχονται σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ.[3]

Στην Κύπρο, αποτελεί σπάνιο φαινόμενο οι καταναλωτές και/ή οι επηρεαζόμενες επιχειρήσεις να καταφεύγουν στη δικαιοσύνη για να διεκδικήσουν αποζημιώσεις όταν θεωρούν ότι έχουν πληγεί από τις παράνομες πρακτικές άλλων επιχειρήσεων, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού διαπιστώσει ότι οι παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας έχουν πράγματι συντελεστεί. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη η κατάλληλη κουλτούρα από πλευράς καταναλωτών και επιχειρήσεων. Οι οργανώσεις που εκπροσωπούν τους καταναλωτές, όπως επίσης και οι αντιπρόσωποι των επιχειρήσεων, έχουν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν όχι μόνο όσον αφορά την ενημέρωση των μελών τους για τα δικαιώματα που έχουν αναφορικά με αποζημιώσεις για βλάβη που έχουν υποστεί από παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, αλλά και επί της ουσίας αφού μπορεί οι ίδιες οι οργανώσεις να προσφύγουν στα αστικά δικαστήρια και να απαιτήσουν αποζημιώσεις για τα μέλη τους (εάν αυτό είναι εφικτό με βάση το καταστατικό τους).

Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η εκδίκαση των υποθέσεων που αφορούν αποζημιώσεις για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας θα πρέπει να γίνεται με αποτελεσματικό τρόπο και χωρίς αβεβαιότητα. Αυτό προϋποθέτει καλή γνώση των προνοιών της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, των μεθοδολογιών που ακολουθούνται σε ότι αφορά την ποσοτικοποίηση των ζημιών και των αποφάσεων που έχουν ληφθεί σε άλλα κράτη μέλη σε ανάλογες ή σχετικές υποθέσεις. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4 της προαναφερόμενης οδηγίας:

«Το δικαίωµα αποζηµίωσης στο δίκαιο της Ένωσης σχετικά µε ζηµίες από παραβάσεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου του ανταγωνισµού απαιτεί από κάθε κράτος µέλος να έχει θεσπίσει διαδικαστικούς κανόνες που διασφαλίζουν την αποτελεσµατική άσκηση του εν λόγω δικαιώµατος. Η ανάγκη πρόβλεψης αποτελεσµατικών ένδικων βοηθηµάτων προκύπτει επίσης από το δικαίωµα πραγµατικής ένδικης προστασίας όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 19 παράγραφος 1 της Συνθήκης για της Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 47 του Χάρτη Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κράτη µέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν αποτελεσµατική έννοµη προστασία στους τοµείς που υπάγονται στο δίκαιο της Ένωσης.».

Επίσης σύμφωνα με την παράγραφο 6 της οδηγίας: «για τη διασφάλιση αποτελεσµατικών δράσεων ιδιωτικής επιβολής στο πλαίσιο του αστικού δικαίου και αποτελεσµατικής δηµόσιας επιβολής από τις αρχές ανταγωνισµού, και τα δύο εργαλεία πρέπει να αλληλεπιδρούν µεταξύ τους ώστε να διασφαλίζεται η µέγιστη αποτελεσµατικότητα των κανόνων ανταγωνισµού.».

Ως τελευταία παρατήρηση, θα πρέπει να υπογραμμιστεί η μεγάλη σημασία που έχουν οι αγωγές για αποζημιώσεις για βλάβη τρίτων (καταναλωτές ή και επιχειρήσεις) από παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, ιδιαίτερα όσον αφορά το κόστος που θα έχουν οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές, πέραν από το χρηματικό πρόστιμο που επιβάλλεται από τις Αρχές Ανταγωνισμού. Αναντίλεκτα, οι αγωγές για αποζημιώσεις συμβάλλουν στην αύξηση της αποτρεπτικής ισχύος της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.

 

Στεφανία Γρίσπου

 

 

[1] Οδηγία 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου της 26ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ), Επίσημη Εφημερία L349 της 5.12.2014, σελ. 1-19. Σύμφωνα με την εν λόγω Οδηγία τα κράτη-μέλη πρέπει να ενσωματώσουν την οδηγία στην νομοθεσία τους μέχρι της 16 Δεκεμβρίου 2016.

[2] Oxera et al. Quantifying antitrust damages. Towards non-binding guidance for courts. Study prepared for the European Commission December 2009 Luxembourg, Publications Office of the European Union, 2010.

[3] Commission of the European Communities. White Paper on Damages actions for breach of the EC antitrust rules. 2008, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική σελίδα:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2008:0165:FIN:EN:PDF.

Subscribe to our Newsletter