Η αντιμετώπιση των αντιανταγωνιστικών συμπράξεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Jan 18, 2015 | Anticompetitive agreements, Competition policy

Η αντιμετώπιση των αντιανταγωνιστικών συμπράξεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

 

Εισαγωγή

Σύμφωνα με το Άρθρο 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής η «ΣΛΕΕ»), απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που μπορεί να επηρεάσουν το διακοινοτικό εμπόριο (αντιανταγωνιστικές συμφωνίες). Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι συμφωνίες για τον καθορισμό των τιμών και οι συμφωνίες για την κατανομή των αγορών ή και των πελατών. Οι αντιανταγωνιστικές συμφωνίες απαγορεύονται ανεξαρτήτως από το αν αυτές συνάπτονται μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο ίδιο ή σε διαφορετικά επίπεδα της παραγωγικής αλυσίδας (οριζόντιες και κάθετες συμφωνίες αντίστοιχα).

Το Άρθρο 101 ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί είτε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής η «Επιτροπή») είτε από τις Αρχές Ανταγωνισμού των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο λεπτομερείς πληροφορίες για την εφαρμογή του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ μπορούν να αναζητηθούν στον Κανονισμό (ΕΚ) 1/2003[1].

 

Έναρξη της διοικητικής διαδικασίας διερεύνησης της υπόθεσης

Η έναρξη μιας υπόθεσης που εμπίπτει στο Άρθρο 101 ΣΛΕΕ μπορεί να προέλθει από: α) καταγγελία, β) αυτεπάγγελτη έρευνα από την Επιτροπή, γ) αίτηση μιας επιχείρησης που συμμετέχει σε μια παράνομη σύμπραξη για την υπαγωγή της στο Πρόγραμμα Επιείκειας[2] της Επιτροπής. Η πρώτη επιχείρηση που θα προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις στην Επιτροπή οι οποίες θα τη βοηθούν είτε στην έναρξη διαδικασίας έρευνας είτε στον εντοπισμό και στην απόδειξη της παράβασης, απαλλάσσεται πλήρως από το πρόστιμο (πλήρης ασυλία). Κατά την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στο Πρόγραμμα Επιείκειας, η επιχείρηση θα πρέπει να έχει τερματίσει την εμπλοκή της στην παράνομη σύμπραξη (καρτέλ). Οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην παράνομη σύμπραξη και θα προσκομίσουν σε μεταγενέστερο χρόνο στην Επιτροπή στοιχεία και/ή πληροφορίες που έχουν επιπρόσθετη αποδεικτική αξία, σε σχέση με τα στοιχεία που έχει ήδη η Επιτροπή στην κατοχή της, μπορεί να λάβουν μειωμένο πρόστιμο υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

 

Διοικητική έρευνα

Οι ερευνητικές εξουσίες της Επιτροπής για εφαρμογή του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ αναλύονται λεπτομερώς στον Κανονισμό (ΕΚ) 1/2003. Η Επιτροπή έχει, μεταξύ άλλων, την εξουσία να ζητά γραπτώς πληροφορίες από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Στα πλαίσια της έρευνας που διεξάγει, η Επιτροπή μπορεί να εισέρχεται στους χώρους της επιχείρησης, εξετάζει στοιχεία σχετικά με την επιχείρηση, λαμβάνει αντίγραφα αυτών των στοιχείων, σφραγίζει χώρους της επιχείρησης και στοιχεία κατά τη διάρκεια της έρευνας και να υποβάλλει ερωτήσεις στο προσωπικό της επιχείρησης σχετικά με το αντικείμενο και σκοπό της έρευνας και να καταγράφει τις απαντήσεις.

Στο τέλος της πρώτης φάσης της έρευνας, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα διεξάγει σε βάθος έρευνα για την υπόθεση ή θα την τερματίσει. Στην περίπτωση που η Επιτροπή διεξάγει σε βάθος έρευνα για την υπόθεση, αποφασίζει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εκκίνηση της διαδικασίας διακανονισμού μέσω διμερών επαφών με τα μέρη που έχουν ζητήσει τη διευθέτηση της διαφοράς.

 

Αποστολή Έκθεσης Αιτιάσεων και έκδοση απόφασης παύσης της παράνομης σύμπραξης

Σε περίπτωση που η σε βάθος έρευνα επιβεβαιώσει τις αντιανταγωνιστικές ανησυχίες της Επιτροπής, αποστέλλεται στα εμπλεκόμενα μέρη Έκθεση Αιτιάσεων στην οποία αναλύονται οι πιθανολογούμενες εκ πρώτης όψεως διαπιστώσεις της Επιτροπής αναφορικά με παραβάσεις του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα άμυνας. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, δηλαδή μπορούν να εξετάσουν όλα τα μη εμπιστευτικά έγγραφα της έρευνας και μπορούν να απαντήσουν στα επιχειρήματα της Επιτροπής εντός ορισμένης προθεσμίας. Μπορούν επίσης να ζητήσουν ακρόαση, η οποία διεξάγεται από έναν ανεξάρτητο Σύμβουλο Ακροάσεων. Εφόσον η Επιτροπή εξετάσει τα επιχειρήματα των εμπλεκόμενων μερών, αποφασίζει κατά πόσον επιβεβαιώνονται οι αντιανταγωνιστικές ανησυχίες ή και αν τα επιχειρήματα των επιχειρήσεων είναι αρκετά πειστικά ώστε όλες (ή μέρος αυτών) να αρθούν. Η Επιτροπή δύναται, εφόσον θεωρηθεί αναγκαίο, να τερματίσει την υπόθεση.

Εάν οι ανησυχίες της Επιτροπής δεν έχουν αρθεί, πλήρως ή μερικώς, τότε συντάσσεται ένα προσχέδιο απόφασης παύσης της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003. Στη συνέχεια, το προσχέδιο υποβάλλεται στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία αποτελείται από αντιπροσώπους των Αρχών Ανταγωνισμού των κρατών μελών, όπου γίνεται ο τελικός έλεγχος του προσχεδίου της απόφασης. Σε περίπτωση που το προσχέδιο ορίζει χρηματικά πρόστιμα, η Συμβουλευτική Επιτροπή συγκαλείται για δεύτερη φορά για να τα συζητήσει. Τέλος, το προσχέδιο υποβάλλεται για έγκριση στο Κολέγιο των Επιτρόπων.

 

Ανάληψη Δεσμεύσεων 

Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, η Επιτροπή δύναται κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση να εκθέσει τις πιθανές παραβάσεις του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ στα εμπλεκόμενα μέρη της σύμπραξης και αυτά με τη σειρά τους να αναλάβουν δεσμεύσεις προκειμένου να ανταποκριθούν σε αυτές. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι οι προτεινόμενες δεσμεύσεις είναι επαρκείς, μπορεί να τις καταστήσει με απόφασή της υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Με αυτόν τον τρόπο αποκαθίσταται γρήγορα ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην αγορά χωρίς να απαιτείται σε βάθος έρευνα και επιβολή προστίμων από την Επιτροπή. Εάν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παραβιάσουν τις δεσμεύσεις τους στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τότε υπόκεινται σε κυρώσεις.

 

Πρόστιμα

Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει χρηματικά πρόστιμα σε επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε αντιανταγωνιστικές συμφωνίες. Το πρόστιμο στοχεύει τόσο στην κύρωση της επιχείρησης όσο και στην αποτροπή επανάληψης παρόμοιων αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών στο μέλλον. Ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης και ο υπολογισμός του βασίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδει η Επιτροπή[3]. Το βασικό ποσό του προστίμου προκύπτει ως εξής: ορίζεται ποσοστό ύψους μέχρι τριάντα τοις εκατό (30%) επί των ετήσιων πωλήσεων της επιχείρησης από προϊόντα ή υπηρεσίες που αφορούν στην παράβαση και στη συνέχεια το ποσοστό αυτό πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των ετών και μηνών που διήρκεσε η παράβαση. Το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να προσαυξάνεται ή να μειώνεται, εάν συντρέχουν αντίστοιχα επιβαρυντικές περιστάσεις (π.χ. όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση έχει διαπράξει στο παρελθόν διαπιστωμένη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού) ή ελαφρυντικές περιστάσεις (π.χ. όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση παρέχει αποδείξεις ότι η εμπλοκή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη). Επιπρόσθετα, σε υποθέσεις συμπράξεων, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συµµετοχής µιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή περιλαµβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που κυμαίνεται μεταξύ 15%-25% της αξίας των ετήσιων πωλήσεων για λόγους αποτροπής της αντιανταγωνιστικής πράξης στο μέλλον. Για κάθε επιχείρηση (ή ένωση επιχειρήσεων) που συμμετέχει στην παράβαση, το τελικό ποσό του προστίμου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% του συνολικού κύκλου εργασιών του προηγούµενου οικονοµικού έτους.

 

Δικαίωμα για έφεση

Οι αποδέκτες της τελικής απόφασης της Επιτροπής έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν έφεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο μπορεί να ακυρώσει, αυξήσει ή μειώσει το πρόστιμο που επέβαλλε η Επιτροπή.

Οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου δύναται να υποβληθούν, ύστερα από αίτηση του θιγόμενου μέρους (συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής), σε έλεγχο νομιμότητας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. 

 

Διευθέτηση διαφορών μέσω διακανονισμού

Σε υποθέσεις συμπράξεων, η Επιτροπή ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μπορεί να προτείνουν διακανονισμό (settlement). Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει αυτήν την οδό σε περιπτώσεις που κρίνει ότι δεν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Στις υποθέσεις με διακανονισμό, τα εμπλεκόμενα μέρη παραδέχονται την εμπλοκή τους σε μια παράνομη σύμπραξη με αντάλλαγμα τη μείωση του χρηματικού προστίμου κατά 10%. Η Επιτροπή παρουσιάζει στα μέρη την Έκθεση Αιτιάσεών της με τα συμπεράσματά της για τη διάρκεια, σοβαρότητα, ευθύνη παράβασης καθώς και το πιθανό πρόστιμο. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παραδέχονται προφορικώς ή γραπτώς στην Επιτροπή την ενοχή τους και δηλώνουν ότι αποδέχονται την Έκθεση Αιτιάσεών της. Αυτή η ταχεία οδός του διακανονισμού επιτρέπει στην Επιτροπή να ανακατανέμει τους πόρους της σε άλλες υποθέσεις.

 

Αγωγές αποζημίωσης

Οποιοσδήποτε πολίτης ή επιχείρηση θεωρεί ότι έχει θιγεί από την αντιανταγωνιστική συμπεριφορά επιχείρησης δύναται να διεκδικήσει αποζημίωση από αυτήν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Εάν έχει εκδοθεί από την Επιτροπή απόφαση παύσης της αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς, το θιγόμενο μέρος μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή την απόφαση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ως τεκμήριο προκειμένου να αποδείξει ότι η αντιανταγωνιστική πρακτική της επιχείρησης όντως έλαβε χώρα και ότι είναι  παράνομη.

 

 

[1] Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης.

http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32003R0001&from=EL.

[2] Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ).

http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52006XC1208(04)&from=EN.

[3] Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52006XC0901(01)&from=EN

Subscribe to our Newsletter