Άρθρο με θέμα την μεταβιβαστική τιμολόγηση υπό το πρίσμα του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων

Mar 31, 2015 | State aid

Η διαδικασία κατάργησης των οικονομικών συνόρων και διαμόρφωσης της ενιαίας εσωτερικής αγοράς συνέβαλε στην επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων και τη μεγέθυνση των διασυνοριακών συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων.

Πέραν από τα οφέλη, αυτή η διεργασία παγκοσμιοποίησης των αγορών επέτρεψε σε πολυεθνικές και γενικότερα σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις να μηχανεύονται τρόπους ελαχιστοποίησης της φορολογικής τους βάσης, εκμεταλλευόμενες την απουσία κοινής φορολογικής πολιτικής και τις ασυμμετρίες των φορολογικών συστημάτων των κρατών, ιδιαίτερα των κρατών μελών της ΕΕ.

Ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται με αυξανόμενη ένταση προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση των φορολογητέων κερδών είναι η μεταβιβαστική τιμολόγηση (transfer pricing). Η μεταβιβαστική τιμολόγηση αφορά συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, αλλά υπόκεινται στη δικαιοδοσία διαφορετικών φορολογικών αρχών. Τέτοιες συναλλαγές μπορεί να αφορούν πωλήσεις προϊόντων (ενδιάμεσων και τελικών), υπηρεσιών, άυλων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, χρήση εμπορικών σημάτων) και ενδοομιλικό δανεισμό.

Η κρισιμότερη ίσως παράμετρος σε σχέση με τις ενδοομιλικές συναλλαγές είναι η τιμή στην οποία πραγματοποιούνται αυτές οι συναλλαγές, γνωστή και ως τιμή μεταβίβασης (transfer price). Μέσω του καθορισμού της τιμής μεταβίβασης μπορεί να επιτευχθεί η μεταφορά φορολογητέων κερδών από μία επιχείρηση του ομίλου σε μία άλλη, λαμβάνοντας υπόψη το φορολογικό καθεστώς των κρατών στα οποία εδρεύουν οι επιχειρήσεις του ομίλου.  

Στην περίπτωση που η τιμή μεταβίβασης εδράζεται στις τιμές της αγοράς, δηλαδή τις τιμές που θα διαμορφώνονταν σε συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, δεν προκύπτουν ζητήματα σε σχέση με το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων. Ωστόσο, όταν οι εν λόγω τιμές υπολογίζονται στη βάση διοικητικών αποφάσεων των φορολογικών αρχών, τότε μπορεί να προκύψουν σοβαρά ζητήματα αναφορικά με παραβάσεις των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις. Η κύρια ανησυχία είναι ότι οι τιμές μεταβίβασης που δεν αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες της αγοράς, ενδέχεται να παρέχουν επιλεκτικά φορολογικά οφέλη σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις έναντι ανταγωνιστικών επιχειρήσεων οι οποίες έχουν διαφορετική οργανωτική δομή.  

Σημειώνεται ότι αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει άμεση εξουσία σε σχέση με τα εθνικά συστήματα φορολόγησης, εντούτοις μπορεί να διερευνήσει κατά πόσο συγκεκριμένα φορολογικά καθεστώτα ή και ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων και αποφάσεων των φορολογικών αρχών των κρατών μελών ή και συμφωνιών που συνάπτουν με επιχειρήσεις, μπορεί να συνιστούν κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το εν λόγο άρθρο, οι ενισχύσεις, υπό οποιαδήποτε μορφή, που συνεπάγονται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, είτε αυξάνοντας τις δαπάνες είτε προκαλώντας απώλεια εσόδων, οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.  

Στο βαθμό που η απόφαση μίας φορολογικής αρχής, σε σχέση με τον υπολογισμό των τιμών μεταβίβασης, χορηγεί ένα οικονομικό πλεονέκτημα, δηλαδή καταλήγει σε φόρο χαμηλότερο από ότι διαφορετικά θα καταβάλλετο από συγκεκριμένες επιχειρήσεις, τότε ενδεχομένως να εγερθούν ζητήματα σε σχέση με παράνομη κρατική ενίσχυση. Το αποδεκτό διεθνές πρότυπο αναφορικά με τον υπολογισμό των τιμών μεταβίβασης, και κατ’ επέκταση της φορολογικής βάσης συνδεδεμένων επιχειρήσεων, είναι η αρχή των ίσων αποστάσεων (arm’s length principle), η οποία καθορίζεται στο άρθρο 9 του Υποδείγματος Φορολογικής Σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, οι εμπορικές και χρηματοοικονομικές σχέσεις μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων δε θα πρέπει να διαφέρουν από αυτές που θα ίσχυαν μεταξύ συγκρίσιμων ανεξάρτητων επιχειρήσεων υπό συνθήκες ανοικτής αγοράς.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποφανθεί ότι όταν η μέθοδος υπολογισμού της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών δεν πληροί την αρχή των ίσων αποστάσεων, η φορολογική βάση των οικείων επιχειρήσεων διαβρώνεται, σε σχέση με αυτήν που θα ίσχυε σε περίπτωση εφαρμογής της εν λόγω αρχής. Ως αποτέλεσμα, η πρακτική της μεταβιβαστικής τιμολόγησης παρέχει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, κατά τρόπο επιλεκτικό, σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος δεν περιλαμβάνει μόνο θετικά οφέλη, αλλά και μέτρα τα οποία, υπό οποιαδήποτε μορφή, ελαφρύνουν τον προϋπολογισμό μίας επιχείρησης.

Ενόψει των πιο πάνω, οι πρόσφατες ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έναρξη ενδελεχών ερευνών εναντίον της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου, αναφορικά με τις συμφωνίες που έχουν συνάψει με μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, π.χ. Apple, Starbucks, Fiat Finance and Trade και Amazon, σχετικές με τον υπολογισμό των τιμών μεταβίβασης, καθίστανται ιδιαίτερα σημαντικές. Πέραν του εντοπισμού ενδεχόμενων παράνομων κρατικών ενισχύσεων, οι εν λόγω έρευνες αναμένεται ότι θα συμβάλουν και στον περιορισμό της φοροαποφυγής.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος της Κυριακής” στις 6/4/2015.

 

Δρ. Παναγιώτης Αγησιλάου

 

Subscribe to our Newsletter