Άρθρο με θέμα την υπερβολική τιμολόγηση

May 18, 2017 | Abuse of dominance

Γενικός Εισαγγελέας Ν. Wahl: Καθοδήγηση σε σχέση με τα κριτήρια αξιολόγησης της υπερβολικής τιμολόγησης σε υποθέσεις καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης

 

 Η υπερβολική τιμολόγηση συνιστά μια από τις πιο αμφιλεγόμενες πρακτικές καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης αφενός λόγω του ότι οι υψηλές τιμές συχνά συνιστούν το δέλεαρ για είσοδο νέων επιχειρήσεων στην αγορά ή και παρέχουν τους απαραίτητους πόρους για επενδύσεις σε καινοτομίες, και αφετέρου λόγω της ύπαρξης μεθοδολογικών πολυπλοκοτήτων στην απόδειξη της.

Πρόσφατα, στα πλαίσια παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) από το Ανώτατο Δικαστήριο της Λετονίας (Augstākā tiesa) στην υπόθεση C-177/16[1], ο Γενικός Εισαγγελέας Wahl ανέπτυξε τις σκέψεις του αναφορικά με τη μεθοδολογία που θα πρέπει να ακολουθούν οι εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη στοιχειοθέτηση αντιανταγωνιστικής υπερβολικής τιμολόγησης.

Συνοπτικά, σύμφωνα με τον ΓΕ Wahl, η τιμολόγηση της δεσπόζουσας επιχείρησης μπορεί να κριθεί ως καταχρηστική σύμφωνα με το Άρθρο 102(α) ΣΛΕΕ, εφόσον ικανοποιούνται οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις:

  1. η διαφορά μεταξύ της πραγματικής τιμής που επιβάλλει η δεσπόζουσα επιχείρηση στην αγορά και της τιμής αναφοράς, δηλαδή της τιμής που υποθετικά θα επικρατούσε στην αγορά σε συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού, πρέπει να είναι σημαντική σε μέγεθος και να υφίσταται για μεγάλο χρονικό διάστημα˙ και
  2. δεν υπάρχει αντικειμενική αιτιολόγηση για τη μεγάλη διαφορά μεταξύ της πραγματικής τιμής και της τιμής αναφοράς (π.χ. διαφορά στην ποιότητα, διαφορές στις συνθήκες ζήτησης, διαφορές στις συνθήκες προσφοράς).

Το κατά πόσον η διαφορά μεταξύ της πραγματικής τιμής και της τιμής αναφοράς δικαιολογεί την παρέμβαση της Αρχής Ανταγωνισμού είναι ζήτημα που πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη το υπό αναφορά προϊόν/υπηρεσία και τα χαρακτηριστικά της αγοράς (τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς). Από την άλλη, η απουσία αντικειμενικής αιτιολόγησης ουσιαστικά συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει εναλλακτική εύλογη οικονομική εξήγηση για τη μεγάλη διαφορά μεταξύ της πραγματικής τιμής που επιβάλλει η δεσπόζουσα επιχείρηση και της τιμής αναφοράς, εκτός από το ότι η εν λόγω διαφορά οφείλεται στην καταχρηστική εκμετάλλευση της δύναμης που διαθέτει η επιχείρηση στη αγορά.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι όσο πιο μεγάλη είναι η διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της υποθετικής τιμής και όσο μακρύτερη είναι η περίοδος που εφαρμόζεται η υψηλή τιμή, τόσο πιο εύκολο καθίσταται για μία Αρχή Ανταγωνισμού να ανταποκριθεί στο βάρος απόδειξης της παράβασης του Άρθρου 102(α) ΣΛΕΕ.

Ο ΓΕ Wahl σημείωσε ότι υπάρχουν διάφορες μεθοδολογίες για την εκτίμηση της τιμής αναφοράς, κάθε μια από τις οποίες έχει τις δικές της εγγενείς αδυναμίες. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν τα σφάλματα, εισηγήθηκε όπως γίνεται συνδυασμός περισσότερων μεθοδολογιών. Στο βαθμό που οι επιλεγόμενες μεθοδολογίες είναι κατάλληλες και επαρκείς για την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και εφαρμόζονται σωστά, με αυστηρότητα και αντικειμενικότητα, ο εν λόγω συνδυασμός θα οδηγήσει σε πιο αξιόπιστα συμπεράσματα.

Η γεωγραφική σύγκριση τιμών μπορεί δυνητικά να αποτελέσει μια κατάλληλη μέθοδο προσδιορισμού της τιμής αναφοράς, νοουμένου ότι τα Κράτη Μέλη αναφοράς θα επιλεγούν με αντικειμενικά, πρόσφορα και επαληθεύσιμα κριτήρια. Το κατά πόσον η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται ορθά σε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα που μπορεί να κριθεί από τα εθνικά δικαστήρια.

Ο ΓΕ Wahl εισηγείται δύο παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική αξία ενός προϊόντος/υπηρεσίας και οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου η γεωγραφική σύγκριση τιμών να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Αφενός την ικανότητα και βούληση των πελατών της δεσπόζουσας επιχείρησης να πληρώσουν για το προϊόν/υπηρεσία που λαμβάνουν και αφετέρου τα οικονομικά οφέλη που αποκομίζουν οι πελάτες της δεσπόζουσας επιχείρησης από τη χρήση του εν λόγω προϊόντος/υπηρεσίας.

Επιπρόσθετα, όπως επισήμανε ο ΓΕ Wahl, για να έχει νόημα η σύγκριση τιμών σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, θα πρέπει να συνυπολογιστεί και ο δείκτης Ισοδύναμης Αγοραστικής Δύναμης (ΙΑΔ) με βάση το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Ο εν λόγω δείκτης εξομοιώνει την αγοραστική δύναμη διαφόρων χωρών (που έχουν το ίδιο ή και διαφορετικό νόμισμα) και επιτρέπει τη διεξαγωγή ουσιαστικών συγκρίσεων μεταξύ τους. Περαιτέρω, για να μπορούν να συναχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα από τη σύγκριση των τιμών που επικρατούν σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, θα πρέπει να γίνουν και όλες οι αναγκαίες προσαρμογές, ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ των χωρών και οι οποίες επηρεάζουν την τελική τιμή του προϊόντος/υπηρεσίας. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στις τοπικές οικονομικές συνθήκες (π.χ. κατά κεφαλήν ΑΕΠ) και τις καταναλωτικές συνήθειες, στο κόστος παραγωγής (άμεσο και έμμεσο), εργασίας, εμπορικής προώθησης και διαφήμισης, στις επενδύσεις σε Ε&Α, στο κόστος κεφαλαίου, στα γενικά έξοδα, στην εθνική φορολογία, στην ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά, αλλά και οι διαφορές που οφείλονται σε θεμιτές επιχειρηματικές πρακτικές π.χ. τιμολόγηση με μειωμένα περιθώρια κέρδους ώστε να επιτευχθεί η διείσδυση σε μια αγορά.  

Όσον αφορά την αναγκαιότητα παρέμβασης των Αρχών Ανταγωνισμού για διερεύνηση υποθέσεων υπερβολικής τιμολόγησης, ο ΓΕ Wahl τόνισε ότι αυτό συναρτάται με το ύψος και τη σοβαρότητα των εμποδίων εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά ή/και επέκτασης υφιστάμενων ανταγωνιστών, την ύπαρξη τομεακής ρύθμισης στην αγορά, την αντισταθμιστική ισχύ των αγοραστών και την αναγκαιότητα του προϊόντος/υπηρεσίας για τους πελάτες της δεσπόζουσας επιχείρησης. Η παρέμβαση των Αρχών Ανταγωνισμού καθίσταται επιτακτική και δικαιολογημένη, σύμφωνα με τον ΓΕ Wahl, όταν η διαφορά μεταξύ της πραγματικής τιμής και της τιμής αναφοράς είναι τόσο μεγάλη ώστε να μην υπάρχει σχεδόν καμία αμφιβολία ότι οφείλεται σε καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης και η αγορά δεν μπορεί να αυτοδιορθωθεί (π.χ. υπάρχουν σοβαρά εμπόδια εισόδου στην αγορά). Υπό αυτές τις συνθήκες η απώλεια ευημερίας λόγω της υπερβολικής τιμολόγησης είναι σημαντική και επίμονη. Οι εν λόγω σκέψεις του  ΓΕ Wahl παραπέμπουν στην προσέγγιση που εξετάζει περισσότερο την αξιολόγηση των επιδράσεων της συμπεριφοράς της δεσπόζουσας επιχείρησης (effects-based approach).

Εάν οι μη-δεσμευτικές απόψεις του ΓΕ Wahl υιοθετηθούν από το ΔΕΕ, τότε θα πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της αποσαφήνισης της μεθοδολογίας στοιχειοθέτησης της υπερβολικής τιμολόγησης. Αυτό συνακόλουθα θα ενισχύσει τη νομική ασφάλεια καθώς οι επιχειρήσεις θα είναι σε καλύτερη θέση να αυτοαξιολογούν το ύψος των τιμών τους ώστε να αποφύγουν την υπερβολική τιμολόγηση.

 

Δρ. Παναγιώτης Αγησιλάου

Στέφανη Θεοδότου

 

[1] Η υπόθεση αφορά σε προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) από τo Ανώτατο Δικαστήριο της Λετονίας (Augstākā tiesa) σε σχέση με προσφυγή που είχε υποβάλει η εταιρεία Autortiesību un komunicēšanās konsultāciju aģentūra – Latvijas Autoru apvienība (AKKA/LAA), που λειτουργεί ως εταιρεία συλλογικής διαχείρισης και χορήγησης αδειών για την εκτέλεση μουσικών έργων σε εμπορικούς χώρους και κέντρα παροχής υπηρεσιών (νόμιμο μονοπώλιο). Η Αρχή Ανταγωνισμού της Λετονίας (Konkurences padome) έκρινε ότι η εν λόγω εταιρεία επέβαλε υπερβολικές τιμές ως προς τις αμοιβές των δημιουργών και της επιβλήθηκε πρόστιμο. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω Αρχή Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι οι τιμές της AKKA/LAA ήταν αισθητά υψηλότερες (μέχρι και διπλάσιες σε ορισμένα τμήματα της αγοράς) από τις τιμές που ίσχυαν σε δύο όμορες χώρες, και από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), καθώς υπερέβαιναν κατά 50% και 100% το μέσο επίπεδο τιμών στην ΕΕ. Κρίθηκε επομένως ότι οι εν λόγω τιμές, στο μέτρο που υπερέβαιναν σημαντικά τις εφαρμοζόμενες τιμές σε όμορες χώρες, δεν ήταν δικαιολογημένες αλλά ούτε και η εταιρεία AKKA/LAA μπορούσε αντικειμενικά να τις δικαιολογήσει. Για τον υπολογισμό του προστίμου, η Αρχή Ανταγωνισμού έλαβε υπόψη της τον κύκλο εργασιών της AKKA/LAA, συμπεριλαμβάνοντας τα ποσά που είχαν εισπραχθεί σε σχέση με την αμοιβή των δημιουργών τα οποία είχαν καταβληθεί σε αυτούς. 

Το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο της Λετονίας (Administratīvā apgabaltiesa) επικύρωσε την απόφαση της Αρχής Ανταγωνισμού ως προς το σκέλος της στοιχειοθέτησης της ύπαρξης υπερβολικής τιμολόγησης. Εντούτοις, ακύρωσε την απόφαση με το σκεπτικό ότι το επιβληθέν πρόστιμο, διατάσσοντας την Αρχή Ανταγωνισμού να υπολογίσει εκ νέου το ύψος του προστίμου της AKKA/LAA, χωρίς να συμπεριλάβει στον κύκλο εργασιών τα ποσά που είχαν εισπραχθεί ως αμοιβή των δημιουργών. Και τα δύο εμπλεκόμενα μέρη, η εταιρεία AKKA/LAA και η Αρχή Ανταγωνισμού, άσκησαν έφεση κατά της απόφασης του Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Λετονίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας ορισμένες αμφιβολίες όσον αφορά την ερμηνεία του Άρθρου 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), άσκησε προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ με σκοπό να διευκρινίσει ορισμένα ερωτήματα αναφορικά με την ερμηνεία του Άρθρου 102(α) ΣΛΕΕ, με σκοπό να μπορέσει να το εφαρμόσει σωστά στην παρούσα υπόθεση.

 

Subscribe to our Newsletter