Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου στις εφέσεις 2/16 και 7/16

May 26, 2017 | Appeals, Article

Εφέσεις με Αρ. 2/16, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και Αρ. 7/16, Primetel PLC v. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. 1. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού και 2. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Απόφαση Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 03.03.2017

Η πλήρης ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κλήθηκε να εξετάσει την εγκυρότητα της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου βάσει της οποίας είχε ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Εφεσείουσα») με την  οποία είχαν εκδοθεί προσωρινά μέτρα εναντίον της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεξής η «Εφεσίβλητη»), μετά από σχετικό αίτημα της Primetel Plc (εφεξής το «Ενδιαφερόμενο Μέρος») λόγω κακής συγκρότησης/σύνθεσης της πρώτης. Οι λόγοι έφεσης που προβλήθηκαν τόσο στην Έφεση υπ’ αριθμόν 2/16 όσο και στην Έφεση 7/16 ήταν πανομοιότυποι. Συγκεκριμένα, η Εφεσείουσα με την Έφεση υπ’ αριθμόν 2/16 στράφηκε κατά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι ο διορισμός και η συμμετοχή του κ. Χρίστου Τσίγκη στη θέση μέλους της Εφεσείουσας, ενώ παράλληλα διατελούσε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος, παραβίαζε τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Επιπλέον, η Έφεση υπ’ αριθμόν 7/16 ασκήθηκε από την Primetel PLC κατά της πρωτόδικης απόφασης. 

Θέσεις εμπλεκομένων μερών

Η Εφεσείουσα υποστήριξε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά της επίδικης υπόθεσης προέκυπτε θέμα παράβασης της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Ειδικότερα, σημειώθηκε ότι το επίδικο θέμα δεν αφορούσε κακή συγκρότηση διοικητικού οργάνου ώστε το Διοικητικό Δικαστήριο να δύναται να εξετάσει το θέμα αυτό αυτεπάγγελτα. Η Εφεσείουσα τόνισε ότι για να μπορούσε να εξεταστεί το θέμα αυτό από το Διοικητικό Δικαστήριο, εφόσον δεν προέκυπτε θέμα παράβασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, θα έπρεπε να είχε εγερθεί στα δικόγραφα από τα εμπλεκόμενα μέρη, κάτι το οποίο και δεν είχε γίνει. Παράλληλα δε, ήταν η θέση της Εφεσείουσας ότι δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 9(3) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Νόμος 13(Ι)/2008 (στο εξής ο «Νόμος»), ως εσφαλμένα είχε κριθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο, με αποτέλεσμα η θεμελιώδης αρχή της απαγόρευσης της εμπλοκής της πολιτικής ή και πολιτειακής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία να μην τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

Όσον αφορά την Έφεση Αρ. 7/2016, η Εφεσίβλητη υποστήριξε ότι η Primetel PLC, ως Ενδιαφερόμενο Μέρος στη διαδικασία κωλύετο από το να υποστηρίζει κατ’ έφεση την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, όταν ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου υποστήριζε την ακυρότητα της διοικητικής πράξης, γεγονός που δεν έπρεπε να επιτραπεί εξαρχής από το εν λόγω Δικαστήριο. Σε απάντηση για το ζήτημα αυτό, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε, ότι διάδικος κωλύεται από το να προβάλλει αντίθετες θέσεις πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, επισημαίνοντας παράλληλα ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος σε προσφυγή έχει ως ρόλο του την υποστήριξη της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Ακολούθως, το Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς να προχωρήσει με εξέταση της ουσίας απέρριψε την εν λόγω έφεση.

Όσον αφορά την Έφεση Αρ. 2/16, η Εφεσίβλητη υποστήριξε ότι εφόσον η Εφεσείουσα είχε συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η πρώτη δεν είχε πλέον το δικαίωμα να στραφεί εναντίον αυτής. Ως απάντηση, το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την εν λόγω προδικαστική ένσταση, επεσήμανε ότι κάθε μέρος σε δικαστική διαδικασία δεσμεύεται από το αποτέλεσμα, όποιο και εάν είναι αυτό. Όμως, σε καμία περίπτωση δε δημιουργείται κώλυμα αμφισβήτησης του αποτελέσματος ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συνεπώς, η άμεση συμμόρφωση της Εφεσείουσας αποτελεί δείγμα του σεβασμού που η ίδια δείχνει για τις αποφάσεις των δικαστηρίων.

Ι. Πολιτικό αξίωμα – κομματική ιδιότητα

Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν αφορούν τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ της πολιτικής και της διοικητικής/εκτελεστικής εξουσίας. Σημείωσε σχετικά ότι παράβαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της διάκρισης των εξουσιών υφίσταται, όταν πολιτικά κόμματα συμμετέχουν στη διαδικασία καταρτισμού των διοικητικών συμβουλίων των Ημικρατικών οργανισμών (Βλέπε σχετικά Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου κ.α. ν. Καραγιώργη κ.α. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159). Ωστόσο, η συμμετοχή προσώπου με την ιδιότητα μέλους ή αξιωματούχου κόμματος δε συνιστά «πολιτικό» αξίωμα, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται κώλυμα συμμετοχής του εν λόγω προσώπου σε θέσεις της Διοίκησης. Συναφώς δεν τίθεται θέμα παράβασης της διάκρισης των εξουσιών. Το Ανώτατο Δικαστήριο παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Pavlou v. Returning Officer and Others[1], με την οποία κρίθηκε ότι «πολιτικό αξίωμα είναι εκείνο το οποίο συνεπάγεται πρωτογενώς την άσκηση κρατικής λειτουργίας». Καταλήγοντας, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η διαδικασία διορισμού του κ. Τσίγκη ως μέλος της Εφεσείουσας ήταν καθόλα νόμιμη, εφόσον έλαβε χώρα εντός των πλαισίων του Νόμου και του Συντάγματος και χωρίς να υπάρξει καμία ανάμειξη της νομοθετικής εξουσίας με οποιονδήποτε τρόπο.

ΙΙ. Αρχή της διάκρισης των εξουσιών / αρχή της αμεροληψίας

Αρχικά, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι εσφαλμένα η πρωτόδικη απόφαση ταυτίζει τις έννοιες της «συγκρότησης» και της «σύνθεσης» ενός συλλογικού διοικητικού οργάνου. Ειδικότερα, διευκρίνισε ότι η συγκρότηση σχετίζεται, με τη διαδικασία εκλογής ή διορισμού των μελών του συλλογικού οργάνου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του σχετικού νόμου (εν προκειμένω του Νόμου 13(Ι)/2008). Κατά συνέπεια, νόμιμα συγκροτημένο είναι το συλλογικό διοικητικό όργανο που απαρτίζεται από όλα τα πρόσωπα που καθορίζονται από τον σχετικό νόμο. Από την άλλη, η σύνθεση παραπέμπει σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή λειτουργίας του διοικητικού οργάνου. Υπάρχει επομένως κακή σύνθεση, όταν και εφόσον στα πλαίσια της συνεδρίασης αυτού παρίστανται πρόσωπα που δεν είναι μέλη του. Συνακόλουθα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας, εξέτασε ζήτημα παράβασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, χωρίς όμως αυτό να είχε προσδιοριστεί επακριβώς στα δικόγραφα, ως θέμα μείζονος συνταγματικής σημασίας (Βλέπε μεταξύ άλλων Κυπριακή Δημοκρατία ν. Π. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196 και Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 206).

Παράλληλα, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η διασφάλιση της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας της Εφεσείουσας από κάθε επιρροή είναι θεμελιώδης και αναγκαία. Σύμφωνα με νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), η δομή και η λειτουργία της Εφεσείουσας θα πρέπει να είναι τέτοια που να διασφαλίζεται η θεμελιώδης επιταγή της δίκαιης δίκης, ως αυτή κωδικοποιείται στο άρθρο και 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Εν συνεχεία, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε, ότι ακόμη και σε περίπτωση που το θέμα αφορούσε κακή σύνθεση συλλογικού οργάνου, υπό την έννοια της παράβασης της αρχής της αμεροληψίας, θέμα αμεροληψίας εξετάζεται κατά περίπτωση και όχι αφηρημένα, με αποτέλεσμα η συμμετοχή ενός προσώπου στην Κεντρική Επιτροπή ενός πολιτικού κόμματος να μην αποκλείει εκ των προτέρων τη δυνατότητα διορισμού του σε ένα συλλογικό διοικητικό όργανο του κράτους. Συνεπώς και δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9(3) του Νόμου, η ύπαρξη οποιουδήποτε οικονομικού ή άλλου συμφέροντος που είναι δυνατό να επηρεάσει την κρίση των μελών της Εφεσείουσας σχετίζεται με εξέταση συγκεκριμένου περιστατικού και δημιουργεί υποχρέωση εξαίρεσης στο εν λόγω πρόσωπο.

Κατάληξη

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την Έφεση Αρ. 7/2016, χωρίς να προχωρήσει σε εξέταση της ουσίας της έφεσης, με το σκεπτικό που αναφέρθηκε ανωτέρω. Παράλληλα δε, ενέκρινε την Έφεση Αρ. 2/2016, ανατρέποντας την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει της οποίας είχε κριθεί ότι η συγκρότηση/σύνθεση της Εφεσείουσας έπασχε, λόγω της συμμετοχής στην Επιτροπή ως μέλος προσώπου που ταυτόχρονα ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής πολιτικού κόμματος. Επισημαίνεται ότι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία και τελικώς ανέτρεψε την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, δεν ήταν ομόφωνη.

 

Σχόλια Trojan Economics

Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι η συμμετοχή ενός προσώπου που είχε ενεργή συμμετοχή σε πολιτικό κόμμα, χωρίς όμως να είναι εκλελεγμένο ως βουλευτής, στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ως μέλος, δεν αποτελεί θέμα συγκρότησης συλλογικού οργάνου, αλλά θέμα σύνθεσης το οποίο και εξετάζεται κατά περίπτωση. Συνεπώς, η παρούσα υπόθεση δεν αφορούσε τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ήτοι τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ της πολιτικής και της διοικητικής λειτουργίας, αλλά ζήτημα σχετικό με τη διασφάλιση της αρχής της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας του διοικητικού οργάνου. Παράλληλα δε, επισημάνθηκε ότι η επίκληση της αρχής της αμεροληψίας δυνάμει του άρθρου 9(3) του Νόμου προϋποθέτει την κατά περίπτωση εξέταση του οικονομικού ή και άλλου συμφέροντος που μέλος δύναται να έχει από την έκδοση συγκεκριμένης διοικητικής πράξης. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 9(3) του Νόμου, «δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο, στα άλλα τέσσερα μέλη ή στα αναπληρωματικά μέλη να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της Επιτροπής».

Εύλογα επομένως μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο συμμετοχής μελών και αξιωματούχων πολιτικών κομμάτων σε διοικητικά όργανα του κράτους, χωρίς αυτό να δημιουργεί ζήτημα παράβασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Παράλληλα δε, πρόσωπο το οποίο και επιθυμεί να προσφύγει κατά διοικητικής πράξης που έχει ληφθεί από διοικητικό όργανο στη σύνθεση του οποίου συμμετείχε μέλος ή και αξιωματούχος πολιτικού κόμματος θα έχει δυσκολότερο έργο. Ειδικότερα, παρόλο που θέμα κακής σύνθεσης, υπό την έννοια της παράβασης της αρχής της αμεροληψίας δύναται να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο,[2] ο Αιτητής θα πρέπει να προσκομίσει στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης οικονομικού ή και άλλου συμφέροντος που δημιουργεί υποψίες ότι όντως η κρίση του εν λόγω προσώπου κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης είχε επηρεαστεί. Προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα πιο πάνω θέματα, το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε σε διάκριση των εννοιών της συγκρότησης και της σύνθεσης ενός  συλλογικού διοικητικού οργάνου.

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σε κάποιο βαθμό προβλεπτή, εφόσον η απαγόρευση συμμετοχής προσώπων που προέρχονται από πολιτικά κόμματα σε ανεξάρτητες διοικητικές αρχές θα ήταν δυσανάλογη και υπερβολική. Δε θα πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι τα πολιτικά κόμματα, που απαρτίζονται από πρόσωπα τα οποία διεκδικούν την ψήφο των πολιτών και ενδεχομένως να αναλάβουν θέσεις στην εκτελεστική εξουσία ή και τη νομοθετική εξουσία, αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των σύγχρονων δημοκρατιών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι ως θέμα κακής σύνθεσης, η Εφεσίβλητη όφειλε να αποδείξει στο Δικαστήριο, ότι κατά τη συνεδρίαση για τη λήψη της επίδικης διοικητικής πράξης, η κρίση του εν λόγω μέλους είχε επηρεαστεί, λόγω και της θέσης του ως αξιωματούχος πολιτικού κόμματος, με αποτέλεσμα να μην ήταν αμερόληπτος ή και να υπήρχαν υποψίες περί μεροληψίας του, που ως θέμα δεν είχε τεθεί στη συνεδρίαση και ως εκ τούτου δεν είχε εξεταστεί θέμα εξαίρεσής του, με αποτέλεσμα η επίδικη πράξη να πάσχει λόγω κακής σύνθεσης.

Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά στο δικαίωμα της δίκαιης δίκης, ως αυτό κωδικοποιείται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ τόνισε, ότι τόσο η δομή όσο και ο τρόπος λειτουργίας της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζεται η αρχή της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας αυτής. Ενδεχομένως να είναι η πρώτη φορά όπου το Ανώτατο Δικαστήριο κάνει σαφή αναφορά σε σχέση με τη δίκαιη δίκη σε υποθέσεις ανταγωνισμού ενώπιον της  Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, κάτι το οποίο θα πρέπει να προβληματίσει και ενδεχόμενα να  δρομολογήσει νομοθετικές και διαδικαστικές εξελίξεις.

Ενδιαφέρον προκαλεί και η άποψη της μειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία υποστήριξε ότι «ο διορισμός του κ. Χρίστου Τσίγκη, που κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν στην πυραμίδα του ΔΗΚΟ, δημιουργεί ρήγμα, και μάλιστα ανεπανόρθωτο, στο ανεξάρτητο της συγκρότησης της ΕΠΑ». Δεν επαρκεί, η Διοίκηση να είναι αμερόληπτη και ανεξάρτητη, αλλά στα μάτια ενός τρίτου αντικειμενικού παρατηρητή όντως να φαίνεται ότι είναι αμερόληπτη. Ακόμη και εάν δεν ασκήθηκε κομματική επιρροή για το διορισμό του εν λόγω προσώπου, εκείνο που διαδραματίζει καίριο ρόλο υπό τις περιστάσεις είναι τα ερωτηματικά που εύλογα δημιουργούνται σε ένα τρίτο αντικειμενικό παρατηρητή ως προς την αμεροληψία του διοικητικού οργάνου. Όπως χαρακτηριστικά έχει επισημανθεί από τη μειοψηφία, η αμεροληψία δεν περιορίζεται μόνο σε συγκεκριμένες περιστάσεις λ.χ. συνεδρίαση του διοικητικού οργάνου, αλλά ως αρχή εμποτίζει το γενικότερο τρόπο λειτουργίας του ίδιου του οργάνου και των προσώπων που συνθέτουν αυτό.             

 

Δρ. Παναγιώτης Αγησιλάου

Λουΐζα Κοφινά

 

[1] Pavlou v. Returning Officer and Others ,(1987) 1 C.L.R. 252, σελ. 273. Διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.cylaw.org/clr/1987/1987_1_252.pdf.

[2] Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, (2002) 3 ΑΑΔ 314.

 

Subscribe to our Newsletter