Σύνοψη και σχόλια στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 698/2015

Mar 15, 2022 | Article

Η παρούσα Προσφυγή ασκήθηκε από την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής «Αιτήτρια») εναντίον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής «Καθ’ ης η Αίτηση» ή «Επιτροπή») για ακύρωση της απόφασης με αριθμό 7/2015 και ημερομηνία 5/3/2015 με την οποία της επιβλήθηκε συνολικό πρόστιμο ύψους €1.016.425 λόγω διαπίστωσης παράβασης των άρθρων 6(1)(α) και 6(1)(β) του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Νόμος 13(Ι)/2008 (στο εξής «Νόμος»).

 

Ιστορικό

 

Κατόπιν διερεύνησης καταγγελίας που υποβλήθηκε από την εταιρεία Primetel PLC (στο εξής «Καταγγέλλουσα»), η Καθ’ ης η Αίτηση διαπίστωσε ότι η Αιτήτρια είχε εκμεταλλευτεί καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, επί της διαθέσιμης διεθνούς χωρητικότητας σε υποθαλάσσια καλωδιακά συστήματα που τερματίζονται στην Κύπρο, μέσω των οποίων μπορεί να διοχετευτεί τηλεπικοινωνιακή κίνηση με προορισμό το Λονδίνο / Φρανκφούρτη, παραβιάζοντας τα άρθρα 6(1)(α) και 6(1)(β) του Νόμου. Συγκεκριμένα, σε σχέση με την παράβαση του άρθρου 6(1)(α) του Νόμου, η Καθ’ ης η Αίτηση έκρινε ότι συνίστατο στην υπερβολική τιμολόγηση της χορήγησης άδειας χρήσης διεθνούς χωρητικότητας στο υποθαλάσσιο υποσύστημα MINERVA (Κύπρος – Λονδίνο / Φρανκφούρτη). Σε σχέση με την παράβαση του άρθρου 6(1)(β) του Νόμου, η Καθ’ ης η Αίτηση έκρινε ότι συνίστατο στις πράξεις ή/και παραλείψεις, καθώς και την άρνηση της Αιτήτριας να αποδεχθεί τη σταδιακή ή/και τμηματική αποπληρωμή των οφειλών της Καταγγέλλουσας ή/και την παραχώρηση διευκολύνσεων σε αυτήν αναφορικά με την αποπληρωμή των εξόδων λειτουργίας και συντήρησης για το έτος 2013.

 

Θέσεις εμπλεκόμενων μερών

 

Θέσεις Αιτήτριας

Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν είχε προβεί σε δέουσα έρευνα και ανάλυση προκειμένου να προσδιοριστεί η σχετική αγορά. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι η έρευνα και ανάλυση της αγοράς δεν συνιστά τεχνικό ζήτημα, αλλά απαραίτητη σειρά ενεργειών προκειμένου να οριοθετηθεί ορθά η σχετική αγορά και να διαπιστωθεί η συμπεριφορά της επιχείρησης. Ως αποτέλεσμα, υποστήριξε ότι η Καθ’ ης η Αίτηση προέβη σε εσφαλμένο προσδιορισμό της σχετικής αγοράς τελώντας υπό πλάνη.

Περαιτέρω, ανέφερε ότι η διαπίστωση και το σκεπτικό της Καθ’ ης η Αίτηση σε σχέση με την κατοχή δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της Αιτήτριας ήταν επίσης προϊόν πλάνης και ελλιπούς έρευνας.

Η Αιτήτρια υποστήριξε επίσης ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν είχε εξετάσει τη θέση της σχετικά με την κατηγοριοποίηση της χωρητικότητας ως στοιχείου πάγιου ενεργητικού και ότι συνακόλουθα δεν δύναται να ασκηθεί έλεγχος επί της τιμής στην οποία πωλείται.

Σε σχέση με το ζήτημα της υπερβολικής τιμολόγησης, η Αιτήτρια υπέβαλε ότι η Καθ’ ης η Αίτηση είχε ακολουθήσει λανθασμένη προσέγγιση, καθώς δεν εξέτασε το κατά πόσον υφίσταται εύλογη σχέση μεταξύ της τιμής χρέωσης και της οικονομικής αξίας του προϊόντος, κάτι το οποίο προϋπέθετε την εκτίμηση της οικονομικής αξίας του προϊόντος η οποία δεν είχε γίνει. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν είχε προχωρήσει σε ανάλυση αγοράς προκειμένου να εντοπίσει ανταγωνιστικά προϊόντα και να προβεί σε σύγκριση τιμών.

Σε σχέση με το εύρημα παράβασης η οποία συνίσταται στην άρνηση εκ μέρους της Αιτήτριας να παράσχει διευκολύνσεις στην αποπληρωμή οφειλών της Καταγγέλλουσας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι η Καθ’ ης η Αίτηση κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα και έδρασε εκτός των αρμοδιοτήτων της. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι εσφαλμένα η Καθ’ ης η Αίτηση θεώρησε ως παράβαση του Δικαίου του Ανταγωνισμού την απαίτηση εκ μέρους της Αιτήτριας για τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων της Καταγγέλλουσας και την άρνηση παραχώρησης διευκολύνσεων αποπληρωμής. Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν είχε την οποιαδήποτε υποχρέωση να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους πληρωμής που είχε συμφωνήσει με την Καταγγέλλουσα.

Τέλος, η Αιτήτρια προέβαλε ότι κατόπιν έντονης αμφισβήτησης ορισμένων προκαταρκτικών συμπερασμάτων της Καθ’ ης η Αίτηση και της υποβολής ένορκης δήλωσης που ήταν σχετική με αυτά, η Καθ’ ης η Αίτηση παρέλειψε να προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης.

 

Θέσεις Καθ’ ης η Αίτηση

Η Καθ’ ης η Αίτηση υποστήριξε ότι οι ενέργειες της ήταν καθόλα νόμιμες, είχε προβεί σε δέουσα έρευνα και πως όλα τα δεδομένα είχαν συνεκτιμηθεί. Συγκεκριμένα υπέβαλε ότι είχε αποδοθεί η δέουσα σημασία στον ορισμό της σχετικής αγοράς, ο οποίος σημείωσε ότι αποτελεί τεχνικό ζήτημα, και διενεργήθηκε υπό την καθοδήγηση της σχετικής ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της σχετικής νομολογίας.

Επιπρόσθετα, η Καθ’ ης η Αίτηση υπέδειξε ότι η Αιτήτρια επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς που είχαν τεθεί κατά την ενώπιόν της διαδικασία και είχαν απαντηθεί στην απόφασή της, προσθέτοντας ότι δεν έχει υποστηριχθεί ο ισχυρισμός περί απουσίας σχετικής αιτιολογίας ή/και πλάνης ή/και κατάχρησης εκ μέρους της.

 

Απόφαση Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο παραπέμποντας σε αναφορές που γίνονται στην Προσβαλλόμενη Απόφαση, διαπίστωσε ότι η Επιτροπή είχε προβεί σε επαρκή διερεύνηση του ζητήματος αναφορικά με την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η οριοθέτηση της σχετικής αγοράς έγινε στη βάση στοιχείων που λήφθηκαν από την Αιτήτρια, άλλους παρόχους που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο, και το Γραφείο Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, τα οποία αξιολογήθηκαν υπό το φως της διεθνούς πρακτικής, των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, ανέφερε ότι η Επιτροπή επεσήμανε το ρόλο της οριοθέτησης της σχετικής αγοράς για σκοπούς αξιολόγησης της επάρκειας του ανταγωνισμού καθώς και το ότι το αποτέλεσμά της εξαρτάται από την κατάληξη της εφαρμογής των κριτηρίων υποκατάστασης ζήτησης και υποκατάστασης προσφοράς και του χρονικού πλαισίου που αφορά η ανάλυση.

Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι σύμφωνα με την Επιτροπή, ο τρόπος με τον οποίο έγινε η ανάλυση και ο καθορισμός της σχετικής αγοράς καταδείκνυε ότι διεξήχθη επαρκής έρευνα.

Επιπρόσθετα, σε σχέση με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι η έρευνα δεν είχε κατευθυνθεί βάσει της διοχέτευσης τηλεπικοινωνιακής κίνησης μέσω μισθωμένων γραμμών, το Δικαστήριο ανέφερε το εύρημα της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική της έρευνα ότι συνήθως η χρήση τους γίνεται από πολυεθνικούς επιχειρηματικούς πελάτες για εφαρμογές που χρειάζονται συχνή και γρήγορη μεταφορά ηλεκτρονικών δεδομένων μεταξύ των υποστατικών τους σε διάφορες χώρες.

Αναφέρθηκε επίσης και στο γεγονός ότι η Επιτροπή διαφοροποίησε τα δικαιώματα που συνεπάγεται αφενός η εκχώρηση χωρητικότητας ROU ή IRU και αφετέρου η πώληση ιδιοκτησίας, εξετάζοντας επίσης το ενδεχόμενο ύπαρξης εναλλακτικών επιλογών μέσω ενδιάμεσων σταθμών προκειμένου να εξεταστεί ο βαθμός εναλλαξιμότητας.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή επιλήφθηκε πλήρως των όσων είχαν τεθεί από την Αιτήτρια και ότι ως εκ τούτου, δεν χωρεί επέμβασή του ως αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, διαπίστωσε ότι καταδείχθηκε ότι είχε διεξαχθεί δέουσα έρευνα χωρίς να έχει αποδειχθεί εκ μέρους της Αιτήτριας ότι η Επιτροπή τελούσε υπό πλάνη ως προς το συλλογισμό που ακολούθησε αναφορικά με τη διαπίστωση δεσπόζουσας θέσης. Παρατήρησε επίσης ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας και η ανάλυση της Επιτροπής αφορούσαν ζητήματα τεχνικής φύσεως, στα οποία κατόπιν αναφοράς σε προηγούμενη νομολογία του σημείωσε ότι δεν υπεισέρχεται.

Αναφορικά με το ζήτημα της υπερβολικής τιμολόγησης και ειδικότερα σε σχέση με το επιχείρημα της Αιτήτριας ότι δεν εξετάστηκε το κατά πόσον η τιμή χρέωσης της άδειας χρήσης είχε εύλογη σχέση με την οικονομική αξία του σχετικού προϊόντος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή εξέτασε το εν λόγω ζήτημα και απέρριψε με δικαιολογημένη απόφαση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας. Ειδικότερα, ανέφερε ότι η Επιτροπή είχε κρίνει ότι το περιθώριο κέρδους πριν το κόστος κεφαλαίου της Αιτήτριας ήταν υπερβολικό τόσο από μόνο του, όσο και συγκρινόμενο με το αντίστοιχο ποσοστό κέρδους που προέκυπτε από ίδιες υπηρεσίες που η Αιτήτρια προσέφερε σε ανταγωνιστική εταιρεία της Καταγγέλλουσας, καθώς επίσης και συγκρινόμενο με το αναμενόμενο κόστος κεφαλαίου της εν λόγω υπηρεσίας κατά την ίδια περίοδο.

Ακολούθως, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή, ότι είχαν δημιουργηθεί πρόσθετα εμπόδια εισόδου στη λιανική αγορά για την Καταγγέλλουσα, ενώ ταυτόχρονα οι τιμές της λιανικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών διατηρούνταν υψηλές, προς ζημία του καταναλωτή.

Τέλος, αναφορικά με το ζήτημα της άρνησης παροχής ευκολιών πληρωμής, το Δικαστήριο συμφώνησε με την προσέγγιση της Επιτροπής, η οποία κατέληξε σε εύρημα καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης.

Συγκεκριμένα η Επιτροπή, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της Αιτήτριας να πληρωθεί για το προϊόν που προσέφερε, αναφέρθηκε αρχικά στο ύψος της επένδυσης στην οποία προέβη η Καταγγέλλουσα προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα χρήσης του υποσυστήματος MINERVA και επεσήμανε ακολούθως ότι η τελευταία δεν είχε αρνηθεί να πληρώσει, ούτε αιτήθηκε πρόσθετη χωρητικότητα, παρά μόνον να λάβει διευκολύνσεις αποπληρωμής. Περαιτέρω, αναφέρθηκε ότι δεν είχε προβληθεί η οποιαδήποτε αιτιολόγηση για την άρνηση, αλλά ούτε έγιναν εισηγήσεις εκ μέρους της Αιτήτριας. Επιπρόσθετα διαπιστώθηκε ότι η άρνηση δεν έλαβε ακόμη υπόψη τις δυσμενείς οικονομικές καταστάσεις που υφίσταντο μετά το 2013, ούτε και το γεγονός ότι η Καταγγέλλουσα συνιστούσε πελάτη της Αιτήτριας στη σχετική αγορά και πραγματικό ανταγωνιστή στην αγορά επόμενου σταδίου αναφορικά με την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών προς καταναλωτές.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η Καταγγέλλουσα είχε τεθεί σε δυσμενή οικονομική θέση, καθότι κατά την ίδια χρονική περίοδο είχαν παραχωρηθεί διευκολύνσεις σε ανταγωνιστική της εταιρεία.

 

Κατάληξη

Το Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή με το σκεπτικό ότι δεν χωρεί η παρέμβασή του στην παρούσα υπόθεση, καθότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας απορρίφθηκαν με αιτιολογημένη απόφαση κατόπιν επαρκούς εξέτασης τους από την Επιτροπή.

 

Σχολιασμός

Η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν δύναται να επεμβαίνει σε αποφάσεις της Επιτροπής σε σχέση με τεχνικής φύσεως ζητήματα δεν συνάδει με την Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 741/2013[1]. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την εν λόγω Απόφαση, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και ουσιαστικά ζητήματα σε σχέση με τις αποφάσεις της Επιτροπής, ακόμη και σε σχέση με τεχνικής φύσεως ζητήματα, υπό το πρίσμα των αρμοδιοτήτων ελέγχου, ήτοι τη διαπίστωση δέουσας έρευνας, επαρκούς αιτιολόγησης και ανυπαρξία πλάνης περί τα πράγματα ή τον νόμο. Για το ζήτημα αυτό, αξιοσημείωτη είναι η Υπόθεση KME Germany[2], στην οποία κρίθηκε ότι παρόλο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως σε οικονομικά ζητήματα, αυτό δεν σημαίνει ότι τα Δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να απέχουν από τον έλεγχο της ερμηνείας των οικονομικής φύσεως στοιχείων[3].

 

Περαιτέρω, από την απόφαση του Δικαστηρίου αναδεικνύεται η σχεδόν άκριτη αποδοχή των ισχυρισμών της Καθ’ ης η Αίτηση στην Προσβαλλόμενη Απόφαση χωρίς την διάθεση άσκησης ουσιαστικού ελέγχου επί αυτής. Τονίζεται ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν περιορίζεται σε έναν τυπικό έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, αλλά προκειμένου να υπάρχει αποτελεσματική δικαστική προστασία και σεβασμός των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη δίκαιη δίκη, συμπεριλαμβανομένων των αρχών της αμεροληψίας και της ισότητας των όπλων, θα πρέπει να εξετάζονται οι ισχυρισμοί των μερών στο σύνολό τους. Επισημαίνεται σχετικά ότι, σε περίπτωση που ένα ζήτημα έχει ήδη εξεταστεί / κριθεί από την Επιτροπή στην απόφαση της, δεν συνεπάγεται ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ουσιαστικό έλεγχο επί του ίδιου ζητήματος.

 

Sofia Raunich

Δημοσιεύθηκε στο νομικό portal Δικαιοσύνη.

 

 

[1] Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.α., Υπόθεση Αρ. 741/2013, 10/6/2019.

[2] Υπόθεση C-272/09 P, KME Germany AG κ.λπ. v. Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

[3] Ibid, σκέψη 94.

Subscribe to our Newsletter