Άρθρο με θέμα την διάκριση των εξ αντικειμένου και εκ αποτελέσματος περιοριστικών συμφωνιών, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων και εναρμονισμένων πρακτικών στο Ενωσιακό Δίκαιο του Ανταγωνισμού

Jul 16, 2020 | Anticompetitive agreements, Cartels

Εισαγωγή

Σύμφωνα με το Άρθρο 101(1) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΣΛΕΕ) θεωρούνται ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική (μαζί ως: Συμπράξεις) που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

Στο πλαίσιο αξιολόγησης του κατά πόσον μια σύμπραξη είναι παραβιάζει το Άρθρο 101(1) ΣΛΕΕ απετέλεσε αντικείμενο προβληματισμού και επιχειρηματολογίας, μεταξύ άλλων, πρώτον, ο τρόπος με τον οποίο αξιολογείται ότι μία συμπεριφορά παραβιάζει εξ αντικειμένου ή εκ του αποτελέσματος τον ανταγωνισμό και δεύτερον, αν οι δύο αυτοί τρόποι μπορούν να εκτιμηθούν και να πληρούνται αμφότεροι κατά την αξιολόγηση μιας συμπεριφοράς. Σημειώνεται ότι η νομολογία των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είχε αποκρυσταλλώσει μέχρι το 2014 το ζήτημα των περιπτώσεων κατά τις οποίες μία σύμπραξη περιορίζει τον ανταγωνισμό εξ αντικειμένου.

Στο παρόν άρθρο παρουσιάζεται πρώτον, η κατάσταση που ίσχυε μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΔΕΕ) στην υπόθεση Groupement des Cartes Bancaires και δεύτερον, επεξηγείται ακροθιγώς η εξέλιξη στο πιο πάνω πλαίσιο ιδίως με την έκδοση πρόσφατων σημαντικών αποφάσεων του ΔΕΕ. Τέλος, υπογραμμίζεται στην πιο κάτω ανάλυση ο ρόλος των περιπτωσιολογικών εκτιμήσεων στην αξιολόγηση αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών σε υποθέσεις που αφορούν συντονισμένη δράση των επιχειρήσεων.

Εξέλιξη νομολογίας όσον αφορά τη διάκριση

Το ΔΕΕ καθιέρωσε ήδη από το 1965 ότι μία πρακτική συντονισμένης δράσης των επιχειρήσεων ενδέχεται να περιορίζει τον ανταγωνισμό εκ της φύσεως της και ως εκ τούτου δεν απαιτείται περαιτέρω αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που έχει στην αγορά για σκοπούς στοιχειοθέτησης παράβασης του Άρθρου 101(1) ΣΛΕΕ.[1] Προς τον σκοπό πληρέστερης κατανόησης, αναφέρεται ότι συμπεριφορές που παραβιάζουν εξ αντικειμένου των ανταγωνισμό θεωρούνται αυτές που από τη φύση τους δύνανται να περιορίσουν τον ανταγωνισμό[2] και οι οποίες συγκεντρώνουν αυξημένες πιθανότητες να δημιουργήσουν αρνητικές συνέπειες στον ανταγωνισμό, ώστε να παρέλκει η απόδειξη των άμεσων ή και πιθανών επιδράσεων στη λειτουργία του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά.[3]

Πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ τάσσεται υπέρ της εκτίμησης μιας συμπεριφοράς υπό το πρίσμα συνυπολογισμού τόσο του σχετικού νομικού πλαισίου όσο και του οικονομικού στο οποίο εντάσσεται. Εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να κριθεί ότι μια σύμπραξη περιορίζει εξ αντικειμένου τον ανταγωνισμό θα πρέπει να διαμορφωθεί μία στέρεη επιχειρηματολογία περί βλαπτικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό ή και να βασίζεται σε αποδεικτικό υλικό κυρίως εμπειρικής χροιάς. Από οικονομικής απόψεως για να θεωρείται μία συμπεριφορά εξ αντικειμένου αντιανταγωνιστική πρέπει η αξιολόγησή της να συμβαδίζει με την οικονομική θεωρία και οι σχετικές αποδείξεις να αποτυπώνουν ότι η υπό κρίση συμπεριφορά πάντα ή σχεδόν πάντα βλάπτει τον ανταγωνισμό.

Η ανάγκη παρέμβασης του ΔΕΕ προς τον σκοπό διασαφήνισης του κατά πόσο μία σύμπραξη παραβιάζει είτε εξ αντικειμένου είτε εκ του αποτελέσματος τον ανταγωνισμό, ήταν επιτακτική καθώς υπήρχε ποικιλομορφία προσεγγίσεων από πλευράς εθνικών αρχών ανταγωνισμού, οι οποίες προσέδιδαν διαφορετική βαρύτητα στους επιμέρους παράγοντες αξιολόγησης.[4] Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Κατευθυντήριες Γραμμές που εξέδωσε το 2011 αναφορικά με την εφαρμογή του Άρθρου 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας[5] όσο και η πρακτική εφαρμογή του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού[6] τείνει υπέρ της συνεκτίμησης του πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η υπό αξιολόγηση συμπεριφορά.

Όπως έχει προαναφερθεί, για να εμπίπτει μία συμπεριφορά στον απαγορευτικό κανόνα του Άρθρου 101(1) ΣΛΕΕ θα πρέπει να περιορίζει εξ αντικειμένου ή εκ του αποτελέσματος τον ανταγωνισμό. Σύμφωνα με τις πιο πάνω αναφερόμενες κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εφόσον διαπιστωθεί ότι η υπό εξέταση συμφωνία έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού τότε θεωρείται ότι παρέλκει η απόδειξη της ύπαρξης αρνητικών επιδράσεων στη λειτουργία του ανταγωνισμού. Επιπλέον, η δυνατότητα εξαίρεσης μίας συμπεριφοράς στη βάση του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ δεν διακρίνει μεταξύ του εξ αντικειμένου και εκ του αποτελέσματος περιορισμού του ανταγωνισμού αλλά θέτει απλώς συγκεκριμένες προϋποθέσεις στη βάση των οποίων δύναται μία αντιανταγωνιστική συμπεριφορά εν τέλει να γίνει ανεκτή[7], χωρίς να απαιτείται η έκδοση οιασδήποτε σχετικής απόφασης για τους σκοπούς οποιασδήποτε μορφής εξαίρεσης.[8] Επομένως, δεν αποκλείεται μια σύμπραξη που περιορίζει εξ αντικειμένου τον ανταγωνισμό να τύχει ατομικής εξαίρεσης βάσει του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ παρόλο που οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο είναι μικρότερες σε σχέση με τις συμπράξεις που περιορίζουν εκ του αποτελέσματος τον ανταγωνισμό.

Σε κάθε περίπτωση η υπαγωγή μιας συμπεριφοράς ως αντιανταγωνιστικής εξ αντικειμένου θεωρείται το πρώτο βήμα κατά την αξιολόγηση, το οποίο, εφόσον ικανοποιείται δεν εξετάζονται οι συνέπειες (πραγματικές ή δυνητικές). Ειδικότερα δε, η αξιολόγηση περιστρέφεται γύρω από την συνεκτίμηση στοιχείων όπως το περιεχόμενο της σύμπραξης, των στόχων που επιδιώκονται από αυτήν, το πλαίσιο (νομικό και οικονομικό) στο οποίο εφαρμόζεται ή δύναται να εφαρμοστεί η συμφωνία και η πραγματική διαγωγή και συμπεριφορά των μερών, χωρίς ωστόσο να απαιτείται υποκειμενική πρόθεση προκειμένου να διαπιστωθεί παράβαση του Άρθρου 101(1) ΣΛΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζονται τόσο τα πραγματικά περιστατικά κάθε περίπτωσης όσο και οι ειδικές συνθήκες στις οποίες μία συμπεριφορά εντάσσεται. Ακολούθως, αν διαπιστωθεί ότι η σύμπραξη δεν έχει αντιανταγωνιστικό αντικείμενο τότε εξετάζεται κατά πόσο υπάρχουν πραγματικές ή δυνητικές επιδράσεις στον ανταγωνισμό. Επομένως, η ανάλυση επικεντρώνεται στη διαπίστωση του εξ αποτελέσματος περιορισμού του ανταγωνισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι προκειμένου να διαπιστωθεί ότι μία σύμπραξη περιορίζει εκ του αποτελέσματος τον ανταγωνισμό, θα πρέπει οι αρνητικές επιδράσεις στον ανταγωνισμό να είναι σημαντικές, εξεταζόμενες υπό μία περισσότερο οικονομοκεντρική προσέγγιση.[9] Στο πλαίσιο της εν λόγω προσέγγισης λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως η φύση των προϊόντων, η θέση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η αγοραστική ισχύς των πελατών, τα εμπόδια εισόδου στην αγορά και η ύπαρξη δυνητικών ανταγωνιστών.[10]

Σταθμό στο ζήτημα της διάκρισης μεταξύ αντιανταγωνιστικών συμπράξεων εκ του αντικειμένου ή εκ του αποτελέσματος αποτέλεσε η υπόθεση Groupement des cartes Bancaires[11]. Πιο συγκεκριμένα, στην εν λόγω υπόθεση το ΔΕΕ καθιέρωσε ότι, όπως προκύπτει από την ίδια την νομολογία του, ορισμένα είδη συντονισμού επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό ώστε να μην απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων τους αφού θεωρούνται εκ φύσεως βλαπτικοί. Το ΔΕΕ σημείωσε σχετικά ότι κατά την εξέταση του κατά πόσο μία σύμπραξη είναι εξ αντικειμένου περιοριστική πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενό της, οι επιδιωκόμενοι σκοποί, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο καθώς και οτιδήποτε σχετικό με το εν λόγω πλαίσιο. Τονίζεται, ότι όπως έχει κριθεί από το ΔΕΕ στη συγκεκριμένη υπόθεση, η έννοια του εξ αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά αφού αυτή άπτεται μόνο ορισμένων ειδών συντονισμού που θεωρούνται αρκούντως επιβλαβή άρα παρέλκει η όποια υποχρέωση εξέτασης των αποτελεσμάτων τους.[12]

Από την άλλη, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ανάλυση αυτή δεν αποτελεί το μοναδικό βήμα αξιολόγησης μίας σύμπραξης καθώς, σύμφωνα με το ΔΕΕ, σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξ αντικειμένου τότε ως εναλλακτική λειτουργεί η εξέταση του κατά πόσο ο υπό κρίση συντονισμός των επιχειρήσεων προκαλεί ή δύναται να προκαλέσει αισθητό περιορισμό του ανταγωνισμό. Ειδικότερα, ως προς το εν λόγω σημείο υπογραμμίστηκε από το ΔΕΕ ότι εξετάζεται αν ο ανταγωνισμός παρεμποδίστηκε, περιορίστηκε ή νοθεύτηκε αισθητά.[13] Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση άφησε να νοηθεί ότι οι συμφωνίες που εμπλέκουν περίπλοκα μέτρα ή που έχουν δευτερεύοντες στόχους ή αποτελέσματα δεν πρέπει να υπάγονται στην αξιολόγηση που αφορά περιορισμό του ανταγωνισμού «λόγω αντικειμένου»[14], κάτι το οποίο θεωρείται σαφώς μία πιο ριψοκίνδυνη τακτική καταδίκης των επιχειρήσεων.

Παρά τη σημασία της πιο πάνω απόφασης για το ζήτημα αξιολόγησης συμπράξεων που ενδεχομένως να περιορίζουν «εκ του αντικειμένου» τον ανταγωνισμό δεν έχει ξεκαθαρίσει επαρκώς το πλαίσιο. Προς τον σκοπό αυτό λειτουργεί η πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ επί του θέματος. Καταρχάς, χρήζει μνείας η υπόθεση Generics (UK) Ltd and Others v Competition and Markets Authority[15]. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε φιλικό διακανονισμό που έγινε σχετικά με διαφορές που έφτασαν σε δικαστικό επίπεδο για διπλώματα ευρεσιτεχνίας μεταξύ του παρασκευαστή πρωτότυπων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, ο οποίος έφερε και το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, και παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων. Ειδικότερα δε ο προβληματισμός έγκειται στο κατά πόσο ένας τέτοιος διακανονισμός μπορεί να θεωρηθεί ως φραγμός για την είσοδο γενόσημων φαρμάκων στην αγορά και κατά πόσο είναι περιοριστικός του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου ή εκ του αποτελέσματος.

Το ΔΕΕ στην εν λόγω απόφαση που εξέδωσε κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος καθιέρωσε μία σειρά από αρχές που θεωρούνται πλέον εφαρμοστέες για το εν λόγω ζήτημα. Πιο συγκεκριμένα, καθιέρωσε ότι μία συμπεριφορά για να ενέχει το στοιχείο της συμπαιγνίας και άρα να μπορεί να υπαχθεί στον απαγορευτικό κανόνα του Άρθρου 101(1) ΣΛΕΕ πρέπει οι συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, δηλαδή μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο ίδιο επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής, να τελούν σε κατάσταση πραγματικού ή έστω δυνητικού ανταγωνισμού. Εν προκειμένω, σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι παρασκευαστές γενόσημων δεν είχαν εισέλθει στην αγορά επομένως μπορούν να εμπίπτουν μόνο στην δεύτερη κατηγορία εφόσον όμως, σύμφωνα με το ΔΕΕ, έχουν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να ανταγωνιστούν τις ήδη υπάρχουσες στην σχετική αγορά επιχειρήσεις. Όπως τόνισε το ΔΕΕ, η αξιολόγηση αυτή δεν απαιτεί βεβαιότητα εισόδου και παραμονής αλλά αρκεί η πιθανότητα, λαμβανομένων υπόψη, κατά την αξιολόγηση, τόσο της δομής της αγοράς όσο και του σχετικού οικονομικού και νομικού πλαισίου που διέπει την λειτουργία της.[16] Εφαρμοζόμενων των πιο πάνω αρχών στα περιστατικά της υπόθεσης το ΔΕΕ θεώρησε ότι οι παρασκευαστές γενόσημων είχαν προβεί σε επαρκείς προπαρασκευαστικές ενέργειες, όπως για παράδειγμα η δικαστική διαμάχη που υπήρχε για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που έδειχναν την σταθερή βούληση τους να εισέλθουν στην αγορά.[17]

Σε ένα άλλο πλαίσιο αναφοράς, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε προηγούμενη νομολογία του σύμφωνα με την οποία, εφόσον υπάρχουν τεκμηριωμένοι ισχυρισμοί ότι πρακτικές μπορούν να χαρακτηριστούν ως εξ αντικειμένου περιορισμοί τότε δεν χρειάζεται να αποδειχθούν τα όποια πιθανά επιζήμια αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού και ότι η πιθανή εκδοχή κατηγοριοποίησης της πρακτικής ως περιορισμού εξ αντικειμένου πρέπει να εδράζεται στη συνεκτίμηση του όλου πλαισίου που διέπει την εκάστοτε σχετική αγορά. Εν προκειμένω, ο φαρμακευτικός τομέας θεωρήθηκε από το ΔΕΕ ως να διέπεται από αυστηρούς κανόνες όπου η είσοδος γενόσημων φαρμάκων σε αυτό διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο για την διατήρηση του ανταγωνισμού.[18]

Το ΔΕΕ προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα έκρινε ότι οι επίδικες συμφωνίες φιλικού διακανονισμού με τις οποίες ο παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων, ως υποψήφιος για την είσοδο στην αγορά, αναγνωρίζει έστω και προσωρινά το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας που κατέχει ο παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων και δεσμεύεται να μην το αμφισβητήσει ούτε να εισέλθει στην αγορά, θεωρείται πρακτική που δύναται να αποτελεί εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού.[19] Διευκρινίζοντας, ανέφερε ότι δεν πρέπει η εν λόγω αρχή να χρησιμοποιείται ως πανάκεια αλλά ορθότερη θα ήταν η περιπτωσιολογική αξιολόγηση εκάστης των περιπτώσεων.[20] Τέλος, ως προς την αξιολόγηση του περιορισμού εκ του αποτελέσματος επιβεβαιώθηκαν οι ήδη προϋπάρχουσες νομολογιακές αρχές σύμφωνα με τις οποίες εκτιμάται το συνολικό πλαίσιο της σχετικής αγοράς και απαιτείται όπως τα αποτελέσματα να είναι τόσο πραγματικά όσο και δυνητικά αλλά σε κάθε περίπτωση αρκούντως αισθητά. Εφαρμόζοντας το εν λόγω σκεπτικό επί των επίμαχων συμφωνιών φιλικού διακανονισμού το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι η όποια έκβαση των δικαστικών διαδικασιών για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των επίμαχων πρακτικών.[21]

Παρόλα τα σοβαρά βήματα που έγιναν από πλευράς ΔΕΕ προς τον σκοπό διασαφήνισης της διάκρισης μεταξύ συμπεριφορών που μπορούν να κριθούν είτε ως περιορισμοί «εξ αντικειμένου» είτε ως περιορισμοί «εκ του αποτελέσματος», νομολογιακά παραδείγματα του 2020 έρχονται να διαμορφώσουν ένα ακόμη πιο ξεκάθαρο πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση Gazdasági Versenyhivatal v Budapest Bank Nyrt. and Others[22] αποτελεί σημείο αναφοράς για το προαναφερθέν ζήτημα.

Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε συμφωνία σχετικά με τον καθορισμό ελαχίστου επιπέδου ενιαίας προμήθειας υπηρεσιών που έπρεπε να καταβάλλουν οι έμποροι, η οποία όμως δεν είχε υπογραφεί από τους εμπλεκόμενους. Έτυχε εξέτασης από το αρμόδιο δικαστήριο πιθανή παραβίαση του Άρθρου 101(1) ΣΛΕΕ, αφού παρά την απουσία υπογραφής της συμφωνίας, η συμμετοχή των επιχειρήσεων επηρέασε εμμέσως την συμπεριφορά τους μέσω κατωτέρου ορίου στη μείωση τιμών. Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν το ΔΕΕ, κατόπιν σχετικών προδικαστικών ερωτημάτων, ήταν το κατά πόσον η ίδια συμπεριφορά μπορεί να παραβιάζει το Άρθρο 101(1) ΣΛΕΕ τόσο λόγω του αντικειμένου της όσο και των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της, και ιδίως ποια είναι η πρέπουσα ερμηνεία γύρω από τον διαζευκτικό σύνδεσμο «ή» που εντοπίζεται στη σχετική διάταξη του Άρθρου 101(1) ΣΛΕΕ. Ως προς τούτο το ΔΕΕ κατ’ αρχάς επιβεβαιώνει την νομολογιακή του θέση σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε συμφωνία αποδεικνύεται ότι έχει επιζήμιο αντικείμενο για τον ανταγωνισμό, παρέλκει η εξέταση των όποιων αποτελεσμάτων της.[23] Ωστόσο, ειδικότερα για το αν μπορεί η εξέταση να κινηθεί προς αμφότερες τις κατευθύνσεις το ΔΕΕ τοποθετήθηκε ξεκάθαρα καθιερώνοντας πλέον ότι μία συμπεριφορά μπορεί να παραβιάζει τόσο εξ αντικειμένου όσο και εκ του αποτελέσματος τον ανταγωνισμό, εφόσον αυτό κριθεί ως σκόπιμο από την αρμόδια αρχή ανταγωνισμού ή δικαστήριο. Εντούτοις, όπως τόνισε το ΔΕΕ, η εν λόγω δυνατότητα, όμως, οφείλει να εδράζεται σε τεκμηριωμένες διαπιστώσεις και αποδεικτικά στοιχεία.[24] Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται αξιόπιστη και σταθερή σχετική πείρα για να θεωρηθεί ότι μία σύμπραξη αποτελεί εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού.[25] Στο σημείο αυτό αναφύεται, ωστόσο, ο προβληματισμός τί συμβαίνει σε περιπτώσεις που το αποδεικτικό υλικό μίας υπόθεσης δεν επαρκεί για να στοιχειοθετήσει εκ του αποτελέσματος περιορισμό του ανταγωνισμού, όμως έχει ληφθεί υπόψη προηγουμένως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την επιμέτρηση του προστίμου που είχε επιβληθεί. Ειδικότερα, ενδιαφέρον παρουσιάζει πως θα μεταχειριζόταν το ΔΕΕ μία τέτοια περίπτωση αφού οι παράγοντες, εντός των οποίων εντάσσονται συνέπειες επί του ανταγωνισμού, ελήφθησαν υπόψη για το ύψος του προστίμου αλλά εν τέλει το ΔΕΕ εντόπισε ότι η αποδεικτική τους βάση είναι ανεπαρκής για τον χαρακτηρισμό μίας σύμπραξης ως εκ του αποτελέσματος περιορισμού του ανταγωνισμού και επομένως αρκέστηκε μόνο στον χαρακτηρισμό της υπό κρίση σύμπραξης ως εξ αντικειμένου περιοριστικής του ανταγωνισμού.

Εφαρμοζόμενων των πιο πάνω αρχών επί των περιστατικών της υπόθεσης το ΔΕΕ αναφέρει ότι παρόλο που η επίδικη συμφωνία μπορεί εν μέρει να έχει θεμιτό σκοπό, δεν αποκλείεται η εξέταση της ως προς οποιοδήποτε άλλο αθέμιτο σκοπό για να θεωρηθεί ως εξ αντικειμένου περιοριστική του ανταγωνισμού, εφόσον ληφθούν υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεων, οι σκοποί καθώς και το σχετικό νομικό και οικονομικό πλαίσιο της αγοράς στην οποία εντάσσεται.[26]

Πέραν των πιο πάνω, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι το Άρθρο 101(1) ΣΛΕΕ περιέχει μη εξαντλητικό κατάλογο τύπων συμφωνιών που μπορούν να θεωρηθούν εξ αντικειμένου περιοριστικές του ανταγωνισμού, επομένως η επίδικη συμφωνία για ενιαία διατραπεζική προμήθεια δεν αποκλείεται να χαρακτηριστεί ως τέτοια από το αρμόδιο εν τέλει δικαστήριο. Ωστόσο, κατέληξε ότι η κατηγοριοποίηση συμπράξεων ως εξ αντικειμένου περιοριστικών του ανταγωνισμού πρέπει να άπτεται μόνο ορισμένων ειδών συντονισμού γιατί ειδάλλως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα απαλλασσόταν από την υποχρέωση απόδειξης συγκεκριμένων αποτελεσμάτων επί της αγοράς.[27]

Το ΔΕΕ θέλοντας να βοηθήσει περαιτέρω το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι θεωρεί αμφίβολο τον χαρακτηρισμό της επίδικης συμφωνίας ως περιοριστικής εκ του αντικειμένου, λόγω έλλειψης πείρας για σκοπούς αξιολόγησης, επομένως προσανατολίζεται υπέρ της εξέτασης των αποτελεσμάτων αυτής, επιβεβαιώνοντας τις πάγιες αρχές της νομολογίας, σύμφωνα με τις οποίες εξετάζεται μία συμπεριφορά συγκρινόμενη με το υποθετικό σενάριο του πως θα ήταν ο ανταγωνισμός στην αγορά αν δεν είχε υπάρξει η εν λόγω συμφωνία (ανάλυση αντιπαραδείγματος / counterfactual analysis).[28] Συμπερασματικά, η εν λόγω απόφαση έρχεται να εγκαθιδρύσει πρώτον, την αρχή ότι η ίδια συμπεριφορά μπορεί να περιορίζει τον ανταγωνισμό τόσο «εκ του αντικειμένου» όσο και «εκ του αποτελέσματος» εφόσον τούτο κρίνεται σκόπιμο[29] και δεύτερον, τις ήδη εφαρμοσθείσες αρχές περί εξέτασης του αντικειμένου όπως αυτές παρουσιάστηκαν σε προαναλυθείσα νομολογία πιο πάνω.

Προς τον σκοπό πληρέστερης διαμόρφωσης των κριτηρίων που διέπουν την αξιολόγηση συμπεριφορών που ενδεχομένως να κριθούν «εκ του αντικειμένου» περιοριστικές του ανταγωνισμού λειτουργεί η γνωμοδότηση της Γενικού Εισαγγελέα Juliane Kokott (στο εξής: Γ.Ε.) στην υπόθεση Lundbeck v. Commission.[30] Η εν λόγω υπόθεση έχει παρόμοια πραγματικά περιστατικά με την προαναλυθείσα υπόθεση Generics (UK) Ltd and Others v Competition and Markets Authority. Η Γ.Ε. παραπέμποντας σε σχετική νομολογία του ΔΕΕ ανέφερε ότι συμφωνία φιλικού διακανονισμού σχετική με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, όπως εν προκειμένω, μπορεί να αποτελέσει περιορισμό του ανταγωνισμού εκ του αντικειμένου αν η μεταβίβαση αξιών που έγινε από τον κάτοχο του διπλώματος προς τον παρασκευαστή γενόσημων εξηγείται μόνο από το κοινό εμπορικό τους συμφέρον να αποδυθούν σε υγιή ανταγωνισμό και η μόνη αντιπαροχή για την εν λόγω μεταβίβαση είναι η μη είσοδος στην αγορά από τον παρασκευαστή γενοσήμων και η αποχή από οποιαδήποτε αμφισβήτηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας.[31] Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η Γ.Ε., συμφωνώντας με το Γενικό Δικαστήριο, υπογράμμισε ότι ακόμα κι αν τα μέρη θεωρούν ότι η σύναψη συμφωνίας φαίνεται ορθολογική και αποδοτική λύση από οικονομικής και εμπορικής άποψης, αυτό από μόνο του δεν συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 101(1) ΣΛΕΕ, αφού δεν είναι έργο των ιδιωτικών επιχειρήσεων να αποδίδουν δικαιοσύνη.[32] Η Γ.Ε. θέλοντας να φαίνονται διάχυτοι οι στόχοι του Ευρωπαϊκού Δικαίου Ανταγωνισμού στην πρότασή της ανέφερε ότι ακόμα και αν ελλείπει από συμφωνία η ρήτρα μη αμφισβήτησης στις επίμαχες συμφωνίες, δεν αποκλείει την δυνατότητα των ενωσιακών δικαστηρίων να εντοπίσουν παραβίαση του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ.[33] Σε κάθε όμως περίπτωση και η Γ.Ε. τάσσεται υπέρ της άποψης ότι προκειμένου μία συμφωνία να κριθεί ως περιοριστική  εκ του αντικειμένου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο, οι σκοποί καθώς και το σχετικό οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται.[34]

Συμπεράσματα

Εν κατακλείδι, η πιο πάνω εξέλιξη από πλευράς ΔΕΕ προς τον σκοπό σαφέστερου προσανατολισμού των εθνικών αρχών ανταγωνισμού ή/και εθνικών δικαστηρίων ως προς το πότε μία συμπεριφορά πρέπει να αξιολογείται ως περιοριστική του ανταγωνισμού εκ του αντικειμένου συνδέεται αναντίλεκτα με την εφαρμογή των όποιων περιπτωσιολογικών εκτιμήσεων επιβάλλονται αναλόγως του σχετικού πλαισίου. Ειδικότερα δε, η συνεκτίμηση τόσο του νομικού όσο και του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται κάθε συμπεριφορά καθίσταται πλέον ξεκάθαρα αναπόσπαστο κομμάτι της προτεινόμενης από το ΔΕΕ προσέγγισης επί του ζητήματος.

Πέραν τούτων, η συμβολή της υπόθεσης Gazdasági Versenyhivatal v Budapest Bank Nyrt. and Others θεωρείται πλέον αδιαμφησβήτητη αφού το ΔΕΕ ανέφερε ότι πλέον απαιτείται στέρεη βάση και προηγούμενο προκειμένου να θεωρείται μία σύμπραξη ως εξ αντικειμένου περιοριστική του ανταγωνισμού, ιδίως για καινοφανείς περιπτώσεις. Ειδάλλως, ως εναλλακτική θεωρείται η εξέταση του κατά πόσο η εν λόγω σύμπραξη παραβιάζει εκ του αποτελέσματος τον ανταγωνισμό. Η συγκεκριμένη τοποθέτηση από πλευράς ΔΕΕ πρέπει να αποτελεί σημείο αναφοράς για τις αρμόδιες εθνικές αρχές ανταγωνισμού, ώστε να αποφεύγονται οι όποιες δυσαρμονίες ή/και ασυνέπειες μεταξύ παραβιάσεων και προστίμων αλλά και προς το σκοπό αποσυμφόρησης των δικαστικών αρχών με προσφυγές ακυρώσεως.

Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι έχουν γίνει σοβαρά νομολογιακά βήματα προς την κατεύθυνση της αποκρυστάλλωσης του σχετικού πλαισίου και μένει να δούμε πως θα εφαρμοστούν οι σχετικές αρχές που έχουν καθιερωθεί από τα εθνικά δικαστήρια και εθνικές αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο νομικό portal Δικαιοσύνη.

 

Γεωργία Ματσεντίδου

Αριστούχος Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου (2020)

Η εργασία έχει εκπονηθεί στο πλαίσιο της πρακτικής άσκησης στην εταιρεία Trojan Economics υπό την καθοδήγηση του Δρ. Παναγιώτη Αγησιλάου.

 

[1] Υπόθεση 56/65 Société Technique Minière (L.T.M.) v Maschinenbau Ulm GmbH (M.B.U.).

[2] Guidelines on the applicability of Article 101 of the Treaty on the Functioning of the European Union to horizontal co-operation agreements, European Commission 2011/C 11/01, παρ.21.

[3]Guidance on restrictions of competition “by object” for the purpose of defining which agreements may benefit from the “De Minimis” Notice”. European Commission (2014).

[4] Pedro Posada & António Freitas, ‘The Object of my Effect: The Role of Economics in Restrictions “By Object” in the European Union’ Nera Economic Consultant, 30 September 2015, σελ. 3-4.

[5] Guidelines on the applicability of Article 101 of the Treaty on the Functioning of the European Union to horizontal co-operation agreements, European Commission 2011/C 11/01, παρ.17.

[6] Pedro Posada & António Freitas, ‘The Object of my Effect: The Role of Economics in Restrictions “By Object” in the European Union’ Nera Economic Consultant, 30 September 2015, σελ. 3-4.

[7] Guidelines on the applicability of Article 101 of the Treaty on the Functioning of the European Union to horizontal co-operation agreements, European Commission 2011/C 11/01, παρ.20.

[8] Ibid παρ.1.

[9] Ibid παρ. 22-24.

[10] Ibid παρ. 27.

[11] C67/13 Groupement des cartes bancaires ν Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

[12] Ibid σκέψεις 57-58.

[13] Ibid σκέψεις 47-53.

[14] Pedro Posada & António Freitas, ‘The Object of my Effect: The Role of Economics in Restrictions “By Object” in the European Union’ Nera Economic Consultant, 30 September 2015 σελ. 5.

[15] Υπόθεση C-307/18 Generics (UK) Ltd and Others v Competition and Markets Authority.

[16] Ibid σκέψεις 33-39.

[17] Ibid σκέψεις 43-44 και 58.

[18] Ibid σκέψεις 65-69.

[19] Ibid σκέψη 83.

[20] Ibid σκέψεις 84 και 87.

[21] Ibid σκέψεις 114-122.

[22] Υπόθεση C-228/18 Gazdasági Versenyhivatal v Budapest Bank Nyrt. and Others.

[23] Ibid σκέψεις 33-38.

[24] Ibid σκέψεις 39, 40 και 43.

[25] Ibid σκέψη 76.

[26] Ibid σκέψη 52.

[27] Ibid σκέψη 54.

[28] Ibid σκέψεις 75, 79, 80 και 83.

[29] Ibid σκέψη 44.

[30] OPINION OF ADVOCATE GENERAL KOKOTT delivered on 4 June 2020 Case C‑591/16 P H. Lundbeck A/S and Lundbeck Ltd v European Commission.

[31] Ibid σκέψεις 127-129.

[32] Ibid σκέψη 135.

[33] Ibid σκέψη 146.

[34] Ibid σκέψη 157.

Subscribe to our Newsletter