Ερωτήσεις & Απαντήσεις: H αντιμετώπιση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης στην Κύπρο

Jun 26, 2021 | General, Q&A (GR)

1. Ποιες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις ρυθμίζουν την κατοχή δεσπόζουσας θέσης;

Η κατοχή δεσπόζουσας θέσης ρυθμίζεται από τον περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο του 2008 (Νόμος 13(Ι)/2008) (στο εξής «Νόμος»), ο οποίος θεσπίζει το νομικό πλαίσιο αναφορικά με την προστασία
του ανταγωνισμού στην Κύπρο. Η απαγόρευση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης περιλαμβάνεται στο άρθρο 6(1) του Νόμου.

 

2.  Ποιες αρχές είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της νομοθεσίας;

Η υπεύθυνη Αρχή για την εφαρμογή του Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων σε σχέση με την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, είναι η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής
«Επιτροπή»).

 

3. Πώς ορίζεται η «δεσπόζουσα θέση»;

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, η «δεσπόζουσα θέση» ορίζεται ως η θέση οικονομικής δύναμης που απολαμβάνει μια επιχείρηση, η οποία την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση του αποτελεσματικού
ανταγωνισμού στην αγορά επιτρέποντας της να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και σε τελική ανάλυση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές. Ο πιο πάνω ορισμός αποτελεί ουσιαστικά μεταφορά του ορισμού της έννοιας της δεσπόζουσας θέσης που έχει καθοριστεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση United Brands (Υπόθεση 27/76).

 

4. Πόσο σημαντικά είναι τα μερίδια αγοράς στην αξιολόγηση της δεσπόζουσας θέσης; Εφαρμόζονται συγκεκριμένα όρια;

Η Επιτροπή λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα μερίδια αγοράς κατά την αξιολόγηση της δεσπόζουσας θέσης. Παρόλο που στο Νόμο δεν καθορίζονται συγκεκριμένα όρια σε σχέση με τα μερίδια αγοράς, η Επιτροπή συνήθως αντλεί καθοδήγηση από σχετικές αποφάσεις των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως για παράδειγμα τις υποθέσεις Hoffmann-La Roche (Υπόθεση 85/76) και Hilti (Υπόθεση T-30/89) όπου κρίθηκε ότι τα μερίδια αγοράς της τάξης του 70% και άνω αποδεικνύουν την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, την υπόθεση AKZO (Υπόθεση C-62/86) στην οποία κρίθηκε ότι η κατοχή μεριδίου αγοράς πάνω από 50% αποτελεί μαχητό τεκμήριο ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης, την υπόθεση United Brands (Υπόθεση 27/76) στην οποία κρίθηκε ότι η κατοχή μεριδίου αγοράς κάτω από 40% δεν μπορεί να οδηγήσει σε θεμελίωση δεσπόζουσας θέσης.

 

5. Ποιοι άλλοι παράγοντες λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση δεσπόζουσας θέσης;

Η Επιτροπή ακολουθεί το σκεπτικό της νομολογίας των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την εξέταση επιπρόσθετων παραγόντων για την αξιολόγηση δεσπόζουσας θέσης. Μεταξύ άλλων, η Επιτροπή συνήθως λαμβάνει υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

  • Εμπόδια εισόδου στην αγορά.
  • Αντισταθμιστική ισχύς αγοραστών.
  • Βαθμός καθετοποίησης επιχείρησης.
  • Πρόσβαση ή/και έλεγχος ουσιωδών υποδομών ή εισροών.

 

6. Πώς ορίζονται η σχετική αγορά προϊοντων και η σχετική γεωγραφική αγορά;

Για σκοπούς ορισμού της σχετικής αγοράς προϊόντων, η Επιτροπή αντλεί καθοδήγηση από την Ανακοίνωση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (97/C 372/03), σύμφωνα με την οποία η αγορά του σχετικού προϊόντος βασίζεται στην εναλλαξιμότητα ή υποκατάστασιμότητα των προϊόντων ή υπηρεσιών, η οποία εκτιμάται σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά, τις τιμές και τη σκοπούμενη χρήση των προϊόντων ή υπηρεσιών. Η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπόψη σχετική νομολογία των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως για παράδειγμα την υπόθεση Michelin (Υπόθεση 322/81), στην οποία κρίθηκε ότι η εκτίμηση του βαθμού εναλλαξιμότητας ή υποκατάστασιμότητας λαμβάνει κυρίως υπόψη τις συνθήκες του ανταγωνισμού και τη διάρθρωση της προσφοράς και της ζήτησης.

Όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής γεωγραφικής αγοράς, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την πιο πάνω αναφερόμενη ανακοίνωση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε συνδυασμό με σχετική νομολογία
των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως για παράδειγμα την υπόθεση United Brands (Υπόθεση 27/76). Βάσει αυτών, η σχετική γεωγραφική αγορά ορίζεται ως η περιοχή εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενες
επιχειρήσεις συμμετέχουν στην προμήθεια προϊόντων ή υπηρεσιών και στην οποία οι όροι του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς, και διακρίνεται από άλλες περιοχές λόγω των σημαντικών διαφορών στις συνθήκες του ανταγωνισμού που επικρατούν μεταξύ αυτών.

 

7. Αναγνωρίζεται η συλλογική κατοχή δεσπόζουσας θέσης; Εάν ναι, πώς ορίζεται;

Ο Νόμος αναγνωρίζει την συλλογική κατοχή δεσπόζουσας θέσης. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 6(1) του Νόμου απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων, που κατέχει ή κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Ο Νόμος δεν ορίζει τι συνιστά συλλογική δεσπόζουσα θέση. Για σκοπούς διαπίστωσης της συλλογικής δεσπόζουσας θέσης, η Επιτροπή αντλεί καθοδήγηση από σχετικές αποφάσεις των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως για παράδειγμα τις υποθέσεις Airtours (Υπόθεση T-342/99) και Commune d’ Almelo (Υπόθεση C-393/92) όπου λήφθηκε υπόψη για σκοπούς διαπίστωσης συλλογικής δεσπόζουσας θέσης η ύπαρξη δεσμών μεταξύ των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και διαρθρωτικών δεσμών, καθώς και η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς.

 

8. Πώς ορίζεται η «καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης»;

Ο Νόμος δεν ορίζει τι συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης. Η Επιτροπή λαμβάνει καθοδήγηση από τη νομολογία των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως για παράδειγμα τις υποθέσεις Hoffmann – La Roche (Υπόθεση 85/76) και BPB Industries (Υπόθεση Τ-65/89), όπου κρίθηκε ότι η έννοια της κατάχρησης είναι αντικειμενική, και πως ακόμα και στην απουσία πρόθεσης ή/και επέλευσης αντιανταγωνιστικών αποτελεσμάτων, η συμπεριφορά μιας επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση δύναται να θεωρηθεί καταχρηστική.

Η Επιτροπή αντλεί επίσης καθοδήγηση από σχετικές αποφάσεις των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως για παράδειγμα τις υποθέσεις AKZO (Υπόθεση C-62/86) και Hoffmann – La Roche (Υπόθεση 85/76), στις οποίες κρίθηκε ότι η καταχρηστική εκμετάλλευση αφορά τη συμπεριφορά δεσπόζουσας επιχείρησης, η οποία είναι σε θέση να επηρεάσει τη δομή μιας αγοράς όπου, λόγω ακριβώς της παρουσίας της εν λόγω επιχείρησης, ο βαθμός ανταγωνισμού είναι ήδη μειωμένος, και η οποία έχει ως συνέπεια, με την προσφυγή σε μέσα διαφορετικά από εκείνα που διέπουν τον φυσιολογικό ανταγωνισμό στην αγορά, να παρεμποδίζεται η διατήρηση του υφισταμένου στην αγορά βαθμού ανταγωνισμού ή της αναπτύξεώς του. Επιπρόσθετα, ο Νόμος απαριθμεί ενδεικτικά τις συμπεριφορές που συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης στο άρθρο 6(1) του Νόμου.

 

9. Ποια συγκεκριμένα είδη συμπεριφοράς συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης;

Το άρθρο 6(1) του Νόμου αναφέρει ενδεικτικά πρακτικές οι οποίες συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, ιδιαίτερα εάν η πράξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα:

  • Τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών υπό τις περιστάσεις όρων συναλλαγής.
  • Τον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, προς ζημία των καταναλωτών.
  • Την εφαρμογή ανόμοιων όρων για ισοδύναμες συναλλαγές, με συνέπεια ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση.
  • Την εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, εκ της φύσεώς τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.

 

10. Ποιες εξουσίες έχουν οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της νομοθεσίας κατά τη διενέργεια έρευνας;

Η Επιτροπή διαθέτει ευρύτατες εξουσίες σε σχέση με τη διενέργεια ερευνών, είτε κατόπιν καταγγελίας είτε αυτεπάγγελτα, στο πλαίσιο εφαρμογής του Νόμου. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή έχει τις ακόλουθες εξουσίες:

  • Εξουσία προς συλλογή πληροφοριών, μέσω της αποστολής γραπτού αιτήματος προς επιχειρήσεις, ενώσεις επιχειρήσεων ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς (άρθρο 30).
  • Εξουσία προς λήψη δηλώσεων, μέσω της διεξαγωγής συνεντεύξεων με φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατόπιν συναίνεσής του, με σκοπό τη λήψη δηλώσεων σε σχέση με το αντικείμενο της έρευνας που διεξάγει η Επιτροπή (άρθρο 30Α).
  • Εξουσία προς έρευνα, μέσω της διενέργειας επιτόπιων ερευνών στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων (εξαιρουμένων των κατοικιών), του ελέγχου αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και κάθε άλλου εγγράφου επαγγελματικής δραστηριότητας ανεξαρτήτως μορφής αποθήκευσης και της λήψης αντιγράφων / αποσπασμάτων, της σφράγισης οποιουδήποτε επαγγελματικού χώρου και αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλων εγγράφων επαγγελματικής φύσης για σκοπούς ελέγχου, και την υποβολή ερωτήσεων σε αντιπροσώπους ή μέλη του προσωπικού της επιχείρησης (άρθρο 31).
  • Εξουσία προς διεξαγωγή ερευνών σε κλάδους της οικονομίας ή τύπους συμφωνιών, μέσω αιτημάτων για πληροφορίες και διενέργειας ελέγχων, δυνατότητα δημοσίευσης έκθεσης που να περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της έρευνας, καθώς και δυνατότητα χρήσης των στοιχείων που προκύπτουν σε υποθέσεις διερεύνησης πιθανών παραβάσεων, σε περιπτώσεις όπου λόγω της πορείας των εμπορικών συναλλαγών, της δυσκαμψίας των τιμών ή άλλων περιστάσεων δημιουργούνται υπόνοιες ενδεχόμενου περιορισμού ή στρεβλώσεως του ανταγωνισμού στην Κύπρο (άρθρο 32Α).

 

11. Ποια είναι τα γενικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχουν οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της νομοθεσίας κατά τη διενέργεια έρευνας;

Οι διερευνητικές εξουσίες της Επιτροπής αναφέρονται στην αμέσως προηγούμενη ερώτηση.

Η Επιτροπή έχει επίσης υποχρέωση όπως σε περιπτώσεις διενέργειας επιτόπιας έρευνας χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση στα γραφεία / εγκαταστάσεις / μέσα μεταφοράς της υπό διερεύνηση επιχείρησης, να αναφέρει ρητά το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου (άρθρο 31(3)). Περαιτέρω, η Επιτροπή έχει υποχρέωση προς εχεμύθεια για την προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων και πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως (άρθρο 33). Η Επιτροπή έχει επίσης υποχρέωση να κοινοποιήσει τα έγγραφα του φακέλου στα οποία θα
βασίσει την απόφασή της, εξαιρουμένων των επαγγελματικών απορρήτων ή των εγγράφων που είναι προσιτά στην επιχείρηση (άρθρο 17(9)(α)).

 

12. Ποια είναι τα γενικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει η υπό διερεύνηση επιχείρηση κατά τη διενέργειαέρευνας και ποια τα γενικά δικαιώματα και υποχρεώσεις φυσικών προσώπων υπό διερεύνηση κατά τη διενέργεια έρευνας;

Οι υπό διερεύνηση επιχειρήσεις έχουν το γενικό δικαίωμα προστασίας των δικαιωμάτων άμυνάς τους. Περαιτέρω, σε περίπτωση επιτόπιας έρευνας χωρίς προειδοποίηση οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν το αντικείμενο και σκοπό της έρευνας που διενεργείται (άρθρο 31(3)). Επιπλέον, οι υπό διερεύνηση επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν τα στοιχεία στα οποία προτίθεται να στηρίξει η Επιτροπή την απόφασή της (άρθρο 17(9)(α)).

Οι υπό διερεύνηση επιχειρήσεις έχουν δικαίωμα να ζητήσουν πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης στο πλαίσιο ετοιμασίας των γραπτών τους παρατηρήσεων επί των προκαταρκτικών συμπερασμάτων της Επιτροπής (Έκθεση Αιτιάσεων).

Επιπρόσθετα, έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις γραπτές τους παρατηρήσεις (άρθρο 17(6)), καθώς και να ζητήσουν την διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής προκειμένου να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους (άρθρο 17(8)).

Με την έναρξη της διαδικασίας διερεύνησης της υπόθεσης, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση να συνεργαστούν με την Επιτροπή, παρέχοντας πλήρη και ακριβή στοιχεία (άρθρο 30(3)) ή/και διευκρινίσεις (άρθρο 30(4)).

Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι, επιπλέον, υποχρεωμένες να συνεργάζονται με τους λειτουργούς της Επιτροπής κατά τη διενέργεια επιτόπιων ερευνών χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση (άρθρο 31(10)). Ο Νόμος προβλέπει ότι η άρνηση ή παράλειψη συνεργασίας ή η απόκρυψη, καταστροφή ή παραποίηση πληροφορίας, αρχείου, βιβλίου, λογαριασμού ή άλλου εγγράφου επαγγελματικής δραστηριότητας που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, ή η παροχή ψευδών, ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, δηλώσεων, αρχείων, βιβλίων,  λογαριασμών ή άλλων εγγράφων επαγγελματικής δραστηριότητας ή η άρνηση ή παράλειψη παροχής τους στους λειτουργούς της Επιτροπής, συνιστά ποινικό αδίκημα και το πρόσωπο που τις τελεί υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι και ενός (1) έτους ή σε πρόστιμο ύψους μέχρι και €85.000, ή και στις δύο εν λόγω ποινές (άρθρο 31(11)). Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχουν επίσης δικαίωμα να προσδιορίσουν τα έγγραφα, δηλώσεις και οποιοδήποτε υλικό θεωρούν ότι περιέχει εμπιστευτικές πληροφορίες ή/και επιχειρηματικά απόρρητα, αιτιολογώντας την άποψή τους (άρθρο 30(10)).

 

13. Σε περίπτωση όπου διαπιστώνεται καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, υπάρχει η δυνατότητα για την επιχείρηση να διαπραγματευτεί κάποια διευθέτηση ή παρόμοια λύση; Εάν ναι, ποια είναι η διαδικασία;

Ο Νόμος δεν περιέχει οποιαδήποτε πρόνοια σε σχέση με την διευθέτηση υποθέσεων που αφορούν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.

 

14. Ποιες υπερασπίσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι επιχειρήσεις έναντι των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της νομοθεσίας;

Οι επιχειρήσεις οι οποίες διαπιστώνεται ότι έχουν καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση τους, έχουν την δυνατότητα να προβάλουν λόγους αντικειμενικής αιτιολόγησης της συμπεριφοράς τους στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων άμυνάς τους.

 

15. Μπορούν οι επιχειρήσεις να επωφεληθούν προγράμματος επιείκειας σε υποθέσεις καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης;

Οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε πρακτικές καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης δεν μπορούν να επωφεληθούν του Σχεδίου Επιείκειας της Επιτροπής (Οι περί Απαλλαγής και Μείωσης του Διοικητικού Προστίμου σε Περίπτωση Συμπράξεων κατά Παράβαση του Άρθρου 3 του Νόμου ή/και του Άρθρου 101 της ΣΛΕΕ (Σχέδιο Επιείκειας) Κανονισμοί του 2011 (ΚΔΠ 463/2011)). Το εν λόγω Σχέδιο εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε υποθέσεις αντιανταγωνιστικών συμπράξεων, και οι οποίες επιθυμούν να συνεργαστούν με την Επιτροπή, προκειμένου να αποκαλύψουν μυστικές συμπράξεις και να τύχουν απαλλαγής ή μείωσης του διοικητικού προστίμου.

 

16. Ποιες θεραπείες και κυρώσεις υπάρχουν για καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης; Μπορούν οι κυρώσεις να επιβληθούν σε φυσικά πρόσωπα;

Σε περίπτωση διαπίστωσης καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, η Επιτροπή έχει την εξουσία να υποχρεώσει την εμπλεκόμενη επιχείρηση να τερματίσει την παράβαση εντός μιας καθορισμένης προθεσμίας, καθώς και να αποφύγει την επανάληψη της παράβασης στο μέλλον. Εάν η παράβαση τερματίστηκε πριν την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής, τότε η Επιτροπή δύναται να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση για την εν λόγω παράβαση (άρθρο 24(β)).

Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμα ανερχόμενα ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης μέχρι και το 10% του κύκλου εργασιών της παραβαίνουσας επιχείρησης, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος (άρθρο 24(α)).

Περαιτέρω, η Επιτροπή έχει την εξουσία να επιβάλει ανάλογα με την διαπιστούμενη παράβαση, διορθωτικά μέτρα, είτε συμπεριφοράς είτε διαρθρωτικού χαρακτήρα, καθώς και συγκεκριμένους όρους, που είναι αναγκαίοι για την παύση της παράβασης (άρθρο 24(γ)).

Στην περίπτωση μη συμμόρφωσης της εμπλεκόμενης επιχείρησης με τα πιο πάνω, η Επιτροπή έχει την εξουσία να επιβάλει πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι και 5% του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης (άρθρο 24(δ)).

Ο Νόμος δεν προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε φυσικά πρόσωπα για καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.

 

17. Μπορεί η αμυνόμενη επιχείρηση να προσφύγει κατά της απόφασης των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της νομοθεσίας; Εάν ναι, σε ποιο δικαστήριο και ποια είναι η διαδικασία;

Βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αμυνόμενη επιχείρηση κατά της οποίας έχει εκδοθεί απόφαση από την Επιτροπή που διαπιστώνει παράβαση λόγω καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, έχει τη δυνατότητα να καταχωρήσει προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου για δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης. Η προσφυγή θα πρέπει να ασκηθεί εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την ημέρα δημοσίευσης της εν λόγω απόφασης ή από την μέρα που η επιχείρηση έλαβε γνώση.

 

18. Μπορούν τρίτα πρόσωπα να προσφύγουν κατά απόφασης των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της νομοθεσίας, και εάν ναι, υπό ποιες περιστάσεις;

Τρίτα πρόσωπα μπορούν να προσφύγουν κατά απόφασης της Επιτροπής, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύουν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να είναι ενεστώς, άμεσο και προσωπικό. Ουσιαστικά, πρέπει να αποδειχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής έχει προκαλέσει άμεση βλάβη στο τρίτο πρόσωπο και το εν λόγω πρόσωπο  υφίσταται τη βλάβη αυτή με ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες δικαίου, υπάρχει δηλαδή ειδική έννομη σχέση μεταξύ του εν λόγω τρίτου προσώπου με την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

19. Υπάρχουν ιδιωτικές ενέργειες που μπορούν να ληφθούν για την εφαρμογή της νομοθεσίας; Εάν ναι, πού μπορούν να ασκηθούν;

Πρόσωπο το οποίο έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του Νόμου, μέσω καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, δύναται να αξιώσει πλήρη αποζημίωση στη βάση του περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμου του 2017 (Νόμος 113(Ι)/2017) ενώπιον Αστικού Δικαστηρίου. Σε περίπτωση που πρόσωπο προσφύγει σε Αστικό Δικαστήριο αξιώνοντας αποζημίωση λόγω καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, χωρίς να υπάρχει σχετική απόφαση της Επιτροπής, τότε φέρει το βάρος απόδειξης της παράβασης του Νόμου. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καλείται να εφαρμόσει το Νόμο. Εάν από την άλλη έχει προηγηθεί απόφαση της Επιτροπής, τότε σε περίπτωση που αυτή δεν έχει τελεσιδικήσει, αποτελεί μαχητό τεκμήριο παράβασης του Νόμου, ενώ στην περίπτωση που έχει τελεσιδικήσει, αποτελεί αμάχητο τεκμήριο παράβασης του Νόμου.

 

20. Υπάρχει η δυνατότητα συλλογικών αγωγών ή άλλων μορφών συλλογικών ενεργειών;

Ο περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμος του 2017 (Νόμος 113(Ι)/2017), στη βάση του οποίου πρόσωπο που έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του Νόμου μπορεί να διεκδικήσει την πλήρη αποζημίωσή του, δεν προβλέπει τη δυνατότητα συλλογικών αγωγών ή άλλων μορφών συλλογικών ενεργειών.

 

21. Ποιων ειδών θεραπείες μπορούν να διεκδικηθούν και ποια είδη θεραπείας επιδικάζονται συνήθως;

Ο περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμος του 2017 (Νόμος 113(Ι)/2017) προβλέπει δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης φυσικού ή νομικού προσώπου ή δημόσιας αρχής που έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του Νόμου. Σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, πλήρη αποζημίωση συνιστά η αποκατάσταση του προσώπου που έχει υποστεί ζημία, στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχε λάβει χώρα η παράβαση του Νόμου. Η αποκατάσταση περιλαμβάνει την επιδίκαση γενικών ή/και ειδικών αποζημιώσεων ή/και διαφυγόντος κέρδους, καθώς και την καταβολή τόκων, οι οποίοι οφείλονται από το χρονικό σημείο στο οποίο προκλήθηκε η ζημία, μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης.

 

Υπηρεσίες που παρέχουμε:

 

  • Οριοθέτηση σχετικής αγοράς (π.χ. SSNIP test, Critical Loss Analysis)
  • Ανάλυση δομής αγοράς και τρόπου λειτουργίας του ανταγωνισμού
  • Αξιολόγηση ισχύος στην αγορά
  • Αξιολόγηση επιχειρηματικής συμπεριφοράς
  • Ανάλυση κόστους και κερδοφορίας
  • Εντοπισμός και ανάλυση θεωριών ανταγωνιστικής ζημίας
  • Ποσοτικοποίηση ανταγωνιστικής ζημίας
  • Ανάλυση βελτιώσεων αποτελεσματικότητας και διερεύνηση αντικειμενικής αιτιολόγησης
  • Απαντήσεις σε ερωτηματολόγια και αιτήματα πληροφοριών από την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού
  • Ετοιμασία έκθεσης εμπειρογνώμονα
  • Πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο
  • Πρόσβαση σε εμπιστευτικά έγγραφα σε αίθουσες δεδομένων και ετοιμασία εκθέσεων αίθουσας δεδομένων
  • Συστάσεις και ανάλυση διορθωτικών μέτρων και δεσμεύσεων για την εξάλειψη ανησυχιών σε σχέση με τον ανταγωνισμό
  • Παρακολούθηση και διασφάλιση συμμόρφωσης με τους όρους και τις υποχρεώσεις που συνδέονται με αποφάσεις δεσμεύσεων

 

Περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχουμε, εδώ.

 

Download in PDF.

 

Disclaimer: Το παρόν έγγραφο αποτελεί οδηγό σε σχέση με την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης στην Κύπρο και προορίζεται αποκλειστικά για σκοπούς γενικής πληροφόρησης. Δεν προορίζεται και δεν συνιστά νομική ή/και επαγγελματική ή/και άλλη συμβουλή.

Subscribe to our Newsletter